Τι σημαίνει το door στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης door στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του door στο Αγγλικά.

Η λέξη door στο Αγγλικά σημαίνει πόρτα, κλειδί, σπίτι, ανοίγω την πόρτα, με το ένα πόδι στον τάφο, πίσω πόρτα, πόρτα του αχυρώνα, κάνω ουρά, από την πίσω πόρτα, πόρτα, πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο, αποκλείω, κλείνω απ'έξω, μυστικός, ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά, μηχανισμός επαναφοράς πόρτας, κάσα πόρτας, φλάντζα πόρτας, πόμολο, ταμπέλα, μεντεσές, κλειδί, ρόπτρο, κλειδαριά, μηχανισμός ανοίγματος πόρτας, κτ που ανοίγει πόρτες, θυρωρός, βραβείο λοταρίας, πόρτα πόρτα, πόρτα πόρτα, διανομή δωρεάν, πωλήσεις πόρτα-πόρτα, πωλητής πόρτα πόρτα, πωλήτρια πόρτα πόρτα, πόρτα πυρασφάλειας, μπαλκονόπορτα, εξώπορτα, γκαραζόπορτα, κάνω το πρώτο βήμα, γυάλινη πόρτα, μεντεσές, εσωτερική πόρτα, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, δίνω χώρο σε κπ/κτ, κρυφακούω, στήνω αυτί, κλειδώνω την πόρτα, δίπλα, δίπλα σε κπ/κτ, διπλανός, γείτονας, γειτόνισσα, διπλανός, τακτική ελεύθερης προσπέλασης, ανοιχτών θυρών, πολιτική ανοικτών θυρών, περιστρεφόμενη πόρτα, περιστρεφόμενη πόρτα, σίτα πόρτας, ξεπροβοδίζω, κλείνω τις πόρτες, συρόμενη πόρτα, είσοδος ηθοποιών, η εξωτερική από δύο πόρτες εισόδου για προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, περιστρεφόμενη πόρτα, καταπακτή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης door

πόρτα

noun (entry to room, building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He opened the door and walked into the room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κεντρική θύρα του αρχοντικού έβλεπε στον δρόμο.

κλειδί

noun (figurative (access) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A college degree is the door to financial success.
Ένα πτυχίο πανεπιστημίου είναι το κλειδί για την οικονομική επιτυχία.

σπίτι

noun (distance: houses)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She lives three doors down the street.
Μένει τρία σπίτια πιο κάτω.

ανοίγω την πόρτα

verbal expression (open front door to a caller)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the sales lady rang the bell, I didn't answer the door.

με το ένα πόδι στον τάφο

adverb (figurative (very ill, about to die) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίσω πόρτα

noun (building: rear door)

In this house the back door opens directly into the kitchen.

πόρτα του αχυρώνα

noun (door of a farm building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Buying an alarm system after you've been burgled is a lot like closing the barn door after the horses are out.

κάνω ουρά

verbal expression (figurative (be keen to meet with [sb]) (μεταφορικά: ανυπομονώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you have a good idea, investors will beat a path to your door.
Αν έχεις μια καλή ιδέα, οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να σε γνωρίσουν.

από την πίσω πόρτα

adverb (figurative, informal (by illegitimate means) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόρτα

noun (entrance or exit in an aeroplane) (αεροπλάνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο

noun (door leading into basement)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Be careful going through the cellar door because the stairs are very steep. He went to get another bottle of wine and walked straight into the cellar door.
Πρόσεχε όταν θα περάσεις την πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο γιατί η σκάλα είναι πολύ απότομη. Πήγε να φέρει άλλο ένα μπουκάλι κρασί και πέρασε από την πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο.

αποκλείω

verbal expression (figurative (rule out, exclude) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politician's latest comments, unfortunately, closed the door on a peace agreement between the two countries.
Τα τελευταία σχόλια της πολιτικού δυστυχώς απέκλεισαν την προοπτική μιας ειρηνικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

κλείνω απ'έξω

transitive verb (on [sb]: shut door to exclude) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μυστικός

adjective (figurative (secret or restricted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά

noun (figurative, informal (acting too late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tony's debts are huge now; buying a few items second-hand seems like closing the stable door after the horse has bolted.

μηχανισμός επαναφοράς πόρτας

noun (device: closes door automatically)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάσα πόρτας

noun (wooden structure surrounding a door)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you keep slamming the door you'll damage the door frame.
Αν συνεχίσεις να την βαράς έτσι θα καταστρέψεις την κάσα της πόρτας.

φλάντζα πόρτας

noun (seal on the door of an appliance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
If you can pull a dollar bill out through the refrigerator door gasket, it's time to replace the gasket.

πόμολο

noun (knob, etc. for opening a door)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't kick the door open - use the door handle!

ταμπέλα

noun (sign for door handle) (σε πόρτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The door hanger said: "Do not disturb".

μεντεσές

noun (joint in a door frame)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It squeaks when you open and close it: you need to oil the door hinges.
Τρίζει όταν την ανοίγεις και την κλείνεις γι' αυτό πρέπει να λαδώσεις τους μεντεσέδες της πόρτας.

κλειδί

noun (key to house, hotel room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In modern hotels, the door key is a plastic card.
Στα σύγχρονα ξενοδοχεία, τα κλειδιά των δωματίων είναι πλαστικές κάρτες.

ρόπτρο

noun (fixture on a door)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The door knocker on Jane's house is in the shape of an owl.
Το ρόπτρο στην πόρτα του σπιτιού της Τζέιν έχει το σχήμα κουκουβάγιας.

κλειδαριά

noun (for locking a door)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the thief broke in, I had a hard time replacing the door lock.

μηχανισμός ανοίγματος πόρτας

noun (mechanism that opens doors)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κτ που ανοίγει πόρτες

noun (figurative, informal ([sth] that opens opportunities) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θυρωρός

noun (doorkeeper, [sb] guarding an entrance)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βραβείο λοταρίας

noun (US ([sth] won in raffle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πόρτα πόρτα

adverb (selling: from one door to another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I got my start in sales selling vacuum cleaners door to door.
Ξεκίνησα πουλώντας ηλεκτρικές σκούπες πόρτα πόρτα.

πόρτα πόρτα

adjective (sales: from one door to another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I started my sales career as a door-to-door insurance salesman.
Ξεκίνησα την καριέρα μου πουλώντας ασφάλειες πόρτα πόρτα.

διανομή δωρεάν

adjective (shipping: all-inclusive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Are those shipping costs door-to-door or port-to-port?

πωλήσεις πόρτα-πόρτα

plural noun (selling: knocking on doors)

πωλητής πόρτα πόρτα

noun (male seller: knocks on doors)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
James is a door-to-door vacuum salesman.

πωλήτρια πόρτα πόρτα

noun (female seller: knocks on doors)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πόρτα πυρασφάλειας

noun (fire-resistant inner door)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The employees were told off for wedging the fire doors open in the hot weather.

μπαλκονόπορτα

noun (often plural (door with floor-length window)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The French doors bring a lot of light into the room.

εξώπορτα

noun (front entrance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My family usually goes in and out of the house by the kitchen door, but we prefer that guests use the front door.
Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα.

γκαραζόπορτα

noun (part of a house, building) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My house is the one with the brown garage door.

κάνω το πρώτο βήμα

verbal expression (figurative (succeed at an initial step) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυάλινη πόρτα

noun (door made of glass)

μεντεσές

noun (joint in a door frame)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jake greased the hinge on the door.
Ο Τζέικ λάδωσε τον μεντεσέ της πόρτας.

εσωτερική πόρτα

noun (interior door)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The inner door of this room has not been painted yet.

αφήνω ανοιχτή την πόρτα

verbal expression (figurative (allow possibility) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Prime Minister said he would like to keep the door open for future negotiations.

δίνω χώρο σε κπ/κτ

verbal expression (figurative (allow possibility, access) (μεταφορικά: να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the reigning gold medalist fell, she left the door open for her competitors. By not completely cutting ties with the country's former allies, the prime minister is leaving the door open for negotiations to be resumed in the future.

κρυφακούω, στήνω αυτί

verbal expression (eavesdrop)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll hear what they say if you listen at the door.

κλειδώνω την πόρτα

verbal expression (close and secure the door with a key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always set the burglar alarm and lock the door when I go out. Don't forget to lock the door behind you when you leave.
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

δίπλα

adverb (in the next house along)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She lives next door with her mother and half a dozen cats.

δίπλα σε κπ/κτ

(in the next house along from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλανός

noun as adjective (neighboring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The people in the next-door apartment are very nosy.
Οι άνθρωποι στο διπλανό διαμέρισμα κάνουν πολύ θόρυβο.

γείτονας, γειτόνισσα

noun (informal, UK (next-door neighbors)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
I see that next door have visitors over the holidays.

διπλανός

noun (often plural (person: in next house, apartment)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
My next-door neighbor is always waking me up with his loud music.
Μονίμως ξυπνώ από τη δυνατή μουσική που βάζει ο δίπλα.

τακτική ελεύθερης προσπέλασης

noun (policy of inclusion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss has an open-door policy -- he wants his employees to feel comfortable talking to him any time.

ανοιχτών θυρών

noun as adjective (figurative (promoting free movement)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This government has an open-door approach to immigration.
Η κυβέρνηση ακολουθεί προσέγγιση ανοιχτών θυρών στο μεταναστευτικό θέμα.

πολιτική ανοικτών θυρών

noun (politics: free movement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The country decided to adopt an open-door economic policy.

περιστρεφόμενη πόρτα

noun (door that rotates)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιστρεφόμενη πόρτα

noun (figurative, informal (organization: high staff turnover) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σίτα πόρτας

noun (outer door: mesh screen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπροβοδίζω

verbal expression (show out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would you see Mrs. Barlow to the door, please?

κλείνω τις πόρτες

verbal expression (figurative (put up a barrier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He failed his entrance exam, which has shut the door on him becoming a lawyer.
Απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και έτσι έκλεισαν οι πόρτες τις νομικής για αυτόν.

συρόμενη πόρτα

noun (door which opens on a runner)

είσοδος ηθοποιών

noun (backstage entrance to a venue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The band entered the club through the stage door. Groupies hang out around the stage door, hoping to get a glimpse of their idols.

η εξωτερική από δύο πόρτες εισόδου για προστασία από τα καιρικά φαινόμενα

noun (building: outer door)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιστρεφόμενη πόρτα

noun (door that swings in both directions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a large swing door at the entrance of the bar.

καταπακτή

noun (opening in floor or ceiling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The magician disappeared by way of a trapdoor in the stage floor.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του door στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του door

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.