Τι σημαίνει το front στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης front στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του front στο Αγγλικά.

Η λέξη front στο Αγγλικά σημαίνει μπροστινό μέρος, μπροστινός, πρόσοψη, μπροστά, αρχή, βιτρίνα, μέτωπο, χώρος, μπροστά, μπροστινό μέρος, βιτρίνα, μέτωπο, μέτωπο, ηγούμαι, ανάποδα, απ' έξω και ανακατωτά, πρώτη γραμμή της μάχης, ψυχρό μέτωπο, έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνεια, προχωρώ,πηγαίνω μπροστά, ελεύθερο, δελεάζω, μπροστινός άξονας, γραμματεία, εξώπορτα, εμπρόσθιο άκρο, μπροστινός, προκαταβολικός, μετωπιαίος, εμπρόσθια κυβίστηση, βιτρίνα, κάλυψη, πρώτη γραμμή, προσκήνιο, της πρώτης γραμμής, αιχμή, φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά, φορτώνω μπροστά, βάζω μπροστά, συσσωρεύω στην αρχή της περιόδου, δίνω έμφαση στην αρχή, που γεμίζει από μπροστά, προεφοδιασμός, εισαγωγικές σελίδες, φουαγιέ, της εξυπηρέτησης πελατών, πρόσοψη κτιρίου, μπροστινό δωμάτιο, διεύθυνση, βιτρίνα, εξώφυλλο, πρωτοσέλιδο, σαλόνι, φαβορί, εμπρόσθια όψη, μπροστινό παράθυρο, μπροστινή αυλή, αυτοκίνητο με μπροστινή κίνηση, μπροστινά έδρανα, των μπροστινών εδράνων, φρόντμαν, εκπρόσωπος, αυτός που έχει το προβάδισμα, αυτός που προηγείται, αυτός που έχει το προβάδισμα, αυτός που προηγείται, εσωτερικό μέτωπο, μπροστά, που προηγείται, μπροστά από, μπροστά, μπροστά, μπροστά, εσωτερικό εξώφυλλου, συνεσφιγμένο μέτωπο, πάνω πάνω, μπροστά, επιδεικνύω κτ σε κπ, που πρέπει να καταβληθεί προκαταβολικά, που πρέπει να πληρωθεί προκαταβολικά, λαϊκό μέτωπο, παραλία, παραλιακός, μπροστινό μέρος πουκαμίσου, βιτρίνα, ενότητα, αλληλεγγύη, ενότητα, αλληλεγγύη, εξαρχής, προκαταβολικά, προκαταβολικός, εμφανής, προκαταβολικές χρεώσεις, καιρικό μέτωπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης front

μπροστινό μέρος

noun (forward part of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Is there a scratch on the front of the TV?
Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης;

μπροστινός

adjective (part: forward, fore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a scratch on the front part of his nose.

πρόσοψη

noun (building façade) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The front of the house didn't face the road.

μπροστά

noun (ahead of others)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please step to the front when I call your name.

αρχή

noun (beginning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you're disabled, you can go to the front of the queue.

βιτρίνα

noun (false appearance, façade) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That smile was just a front. He is really upset inside.

μέτωπο

noun (military: combat area) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many men died on the eastern front.

χώρος

noun (figurative (field of activity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
On the financial front, stocks dropped again.

μπροστά

noun (of a shirt)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
What does the t-shirt say on the front?

μπροστινό μέρος

noun (property line abutting a street)

The mailbox is almost always at the front of the property.

βιτρίνα

noun (disguise, cover) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That business was a front for drug money laundering.

μέτωπο

noun (political movement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They are members of the popular front.

μέτωπο

noun (weather pattern)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A cold front will come into the area tonight.

ηγούμαι

transitive verb (lead a performing group) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John Lennon fronted the Beatles.

ανάποδα

adverb (clothing: wrong way around)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απ' έξω και ανακατωτά

adverb (figurative (completely, thoroughly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I've read this book so many times that I know it back to front.

πρώτη γραμμή της μάχης

noun (war: front line of fighting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was over a year before he was well enough to return to the battle front.

ψυχρό μέτωπο

noun (cool air pushing forward) (μετεωρολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The weather will get nasty due to the cold front pushing in from the North.

έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνεια

verbal expression (figurative (become prominent) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προχωρώ,πηγαίνω μπροστά

verbal expression (move forward) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please let women and children come to the front of the line. Just click on a tab to make another window come to the front.
Σας παρακαλώ, αφήστε τις γυναίκες και τα παιδιά να πάνε μπροστά στη σειρά. Απλά κάνε κλικ σε μια καρτέλα για να κάνεις ένα άλλο παράθυρο να πάει μπροστά.

ελεύθερο

noun (swimming stroke) (στυλ κολύμβησης)

The swimming coach helped John improve his crawl.
Ο προπονητής κολύμβησης βοήθησε τον Τζον να βελτιωθεί στο ελεύθερο (or: κρόουλ).

δελεάζω

(figurative, informal (offer as incentive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dangle a raise in front of him and see what happens. The boss dangled extra overtime pay before the employees for working on the holiday.
Πρόσφερέ του αύξηση και θα δεις τι θα γίνει.

μπροστινός άξονας

noun (shaft of front wheels)

The front axle is the steering axle on most vehicles.

γραμματεία

noun (hotel, etc.: reception)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let me call the front desk and ask for some extra towels for the room.
Θα καλέσω τη ρεσεψιόν για να ζητήσω μερικές επιπλέον πετσέτες για το δωμάτιο.

εξώπορτα

noun (front entrance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My family usually goes in and out of the house by the kitchen door, but we prefer that guests use the front door.
Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα.

εμπρόσθιο άκρο

noun (foremost part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The front end of the car was badly damaged.

μπροστινός

adjective (relating to foremost part)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προκαταβολικός

adjective (money: paid at beginning) (χρηματικό ποσό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μετωπιαίος

adjective (computer: user's access) (πληροφορική, διασύνδεση με χρήστη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμπρόσθια κυβίστηση

noun (gymnastics: forward somersault) (γυμναστική)

The gymnast performed a front flip and landed gracefully on her feet.

βιτρίνα, κάλυψη

noun (cover, disguise for: [sth] illicit) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He runs a parcel delivery service as a front for his drug-smuggling operation.

πρώτη γραμμή

noun (battlefront in a war) (μεταφορικά)

The soldiers' legs trembled when they heard they would be sent to the front line. For many years, female soldiers were not allowed on the front lines.

προσκήνιο

noun (figurative (forefront of a field of endeavor) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The researchers at this university are on the frontline of medical research.

της πρώτης γραμμής

noun as adjective (at the battlefront) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αιχμή

noun as adjective (figurative (leading) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά

transitive verb (fill from front)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φορτώνω μπροστά, βάζω μπροστά

transitive verb (put [sth] in front)

συσσωρεύω στην αρχή της περιόδου

transitive verb (make fees applicable at beginning) (κόστος, δαπάνες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω έμφαση στην αρχή

transitive verb (use maximum effort at beginning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που γεμίζει από μπροστά

adjective (washing machine: opening at front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Front-loading washers are much more energy efficient than top-loading.
Τα πλυντήρια που γεμίζουν από μπροστά είναι πιο αποδοτικά από αυτά που γεμίζουν από πάνω.

προεφοδιασμός

noun (project: invest more early on)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εισαγωγικές σελίδες

(printing) (τίτλος, περιεχόμενα, πρόλογος)

φουαγιέ

noun (part of theater)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

της εξυπηρέτησης πελατών

noun as adjective (dealing with customers and public)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόσοψη κτιρίου

noun (façade of house)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The front of the house mimicked a Neo-Gothic facade.

μπροστινό δωμάτιο

noun (rooms towards front of a house)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whenever I come in the back door my dog runs from the front of the house to greet me.

διεύθυνση

noun (decision-making officers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have to check with the front office before I give anyone a promotion.
Πρέπει να ρωτήσω τη διεύθυνση πριν να δώσω προαγωγή σε κάποιον.

βιτρίνα

noun (business: cover-up) (μεταφορικά: συγκάλυψη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξώφυλλο

noun (newspaper: front cover)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her photo was on every front page. The most important news is always on the front page.
Η φωτογραφία της ήταν σε κάθε εξώφυλλο. Τα πιο σημαντικά νέα είναι πάντα στο εξώφυλλο.

πρωτοσέλιδο

noun as adjective (news: important, prominent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The earthquake is today's front-page news.
Ο σεισμός είναι η κυριότερη (or: σημαντικότερη) είδηση της ημέρας.

σαλόνι

noun (living room, lounge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kids were not allowed to play in the front room.

φαβορί

noun (competitor most likely to win)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's currently the front runner, but we'll have to wait for the election results to see what happens.

εμπρόσθια όψη

noun ([sth] as seen face-on)

μπροστινό παράθυρο

noun (window at the front of a building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
From the front window, she could see everything going on in the street.

μπροστινή αυλή

noun (garden at front of house)

We have two oak trees in our front yard. The kids had a lemonade stand set up in their front yard.
Έχουμε δύο βελανιδιές στην μπροστινή αυλή μας.

αυτοκίνητο με μπροστινή κίνηση

noun (car: power to front wheels only)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her new car's got front-wheel drive; it's a lot better on slippery roads than her old one was.

μπροστινά έδρανα

noun (UK (parliament: senior ministers)

των μπροστινών εδράνων

noun as adjective (UK (parliament: of senior ministers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φρόντμαν

noun (musical group: leading performer)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εκπρόσωπος

noun (organization: public representative)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αυτός που έχει το προβάδισμα, αυτός που προηγείται

noun (figurative (leading competitor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που έχει το προβάδισμα, αυτός που προηγείται

noun (athlete leading a race)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εσωτερικό μέτωπο

(warfare)

μπροστά

adverb (ahead)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The scoutmaster strode on in front, soon leaving us all behind.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προχώρησε μπροστά δείχνοντάς μας τη σωστή πορεία.

που προηγείται

adverb (leading: a race)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the Grand Prix race, Lewis Hamilton is currently in front with Fernando Alonso in second place.
Στον αγώνα Γκραν Πρι, αυτή τη στιγμή προηγείται ο Λούις Χάμιλτον, με τον Φερνάντο Αλόνσο να βρίσκεται στη δεύτερη θέση.

μπροστά από

preposition (in direct view of)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My car's parked in front of your house. I'll be waiting in front of the restaurant.
Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι σου. Θα περιμένω μπροστά από το εστιατόριο.

μπροστά

preposition (side towards spectator)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Who is that in front of the group of people?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εμπρός (or: μπρος) απ' το σπίτι μας είναι ένα μεγάλο κυπαρίσσι.

μπροστά

adverb (in a vehicle's forward seats) (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I always prefer to sit in the front next to the driver.

μπροστά

adverb (in the forward part of a space)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Put the milk in the front of the fridge so it is easy to find.

εσωτερικό εξώφυλλου

noun (reverse side of book or magazine cover)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The price of the book is marked on the inside front cover.

συνεσφιγμένο μέτωπο

noun (weather: type of front)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάνω πάνω

adverb (figurative (high priority) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I'll put that job on the front burner, as it's urgent.

μπροστά

adverb (in front of [sth] some distance away)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επιδεικνύω κτ σε κπ

verbal expression (figurative (flaunt)

Richard paraded his wealth in front of his poorer friends.
Ο Ρίτσαρντ επεδείκνυε τον πλούτο του μπροστά στους πιο φτωχούς φίλους του.

που πρέπει να καταβληθεί προκαταβολικά, που πρέπει να πληρωθεί προκαταβολικά

adjective (informal (to be paid in advance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαϊκό μέτωπο

noun (left-wing organization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was a member of the popular front.

παραλία

noun (mainly UK (land alongside the shore)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The seafront was damaged by the strong storm.

παραλιακός

noun as adjective (mainly UK (alongside the shore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are many seafront hotels along this road.

μπροστινό μέρος πουκαμίσου

noun (front part of a shirt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While ironing the shirt front, I burned it.

βιτρίνα

noun (façade or window of a store) (καταστήματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενότητα, αλληλεγγύη

noun (solidarity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The postal workers put up a united front during the national strike.

ενότητα, αλληλεγγύη

noun (alliance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Great Britain and the U.S.A. formed a united front during the Second World War.

εξαρχής

adverb (informal (in advance, first) (στην αρχή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προκαταβολικά

adverb (informal (payable: in advance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προκαταβολικός

adjective (payment: made in advance) (πληρωμή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When she takes on a commission, the artist insists on an upfront payment of £50.

εμφανής

adjective (US, informal (prominent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προκαταβολικές χρεώσεις

plural noun (fees to be paid in advance)

καιρικό μέτωπο

noun (boundary between air masses)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του front στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του front

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.