Τι σημαίνει το envers στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης envers στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του envers στο Γαλλικά.

Η λέξη envers στο Γαλλικά σημαίνει πίσω πλευρά, άλλη πλευρά, άλλη πλευρά, αντίστροφη πλευρά, άλλη όψη, αντίστροφη όψη, όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτ, προς κπ/κτ, ενίσχυση, ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος, αναποδογυρίζω, προδότης, προδότρια, γυρίζω από την άλλη, άπιστος, προδοτικός, άπονος, ανάλγητος, ανάποδος, που διάκειται ευνοϊκά απέναντι σε κπ/κτ, παρά τις αντιξοότητες, ανάποδα, αντίστροφα, ανάποδα, στα εύκολα και στα δύσκολα, ανάποδα, αναισθησία, ηλικιακός ρατσισμός, ανάποδη βελονιά, αδιαφορία για κπ/κτ, στοργή, τρυφερότητα, βάναυση μεταχείριση ζώων, διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες, είμαι θετικά διακείμενος απέναντι σε κπ/κτ, φέρομαι σωστά, δίνω ελαφρυντικά σε κπ, περιφρονώ, εργάζομαι αντίστροφα, εμμένω πεισματικά, προχωρώ/συνεχίζω απτόητος, στήνω όρθιο, δύσπιστος σχετικά με κπ/κτ, καχύποπτος σχετικά με κπ/κτ, αντίθετα, παιδική κακοποίηση, δείχνω σεβασμό σε/προς, είμαι επιεικής με κπ, κάνω ανάποδη βελονιά, πατρονάρω, χλευάζω, σαρκάζω, περιφρονώ, δείχνω ασέβεια σε κπ, ασεβής προς, ευγνώμων, που χρωστάει σε κπ για κτ, ευθύνομαι για, αναποδογυρίζω, αφοσίωση σε κπ, δείχνω σεβασμό σε/προς, υπόχρεος σε κπ για κτ, υποχρεωμένος σε κπ για κτ, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, υπομονετικός με κτ, κακός, που δεν ανέχεται κτ, ανάποδα, δείχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης envers

πίσω πλευρά, άλλη πλευρά

L'envers de la pièce de monnaie est très usé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πίσω πλευρά του άλμπουμ είχε επίσης μερικά καλά κομμάτια.

άλλη πλευρά, αντίστροφη πλευρά, άλλη όψη, αντίστροφη όψη

Υπήρχε μια εικόνα με έναν αετό στην άλλη όψη του νομίσματος.

όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς κπ/κτ

(gentil, méchant, poli,...)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

ενίσχυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεστραμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναποδογυρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προδότης, προδότρια

(με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Guy Fawkes a été condamné à mort pour avoir trahi la Couronne.

γυρίζω από την άλλη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voyant qu'il avait mis son pull à l'envers, James l'a retourné.
Ο Τζέιμς γύρισε το φούτερ του από την άλλη όταν είδε ότι το είχε φορέσει ανάποδα.

άπιστος, προδοτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le chien déloyal s'est enfui pour vivre avec le voisin.

άπονος, ανάλγητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανάποδος

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a mis sa chemise si vite qu'il n'a pas remarqué qu'elle était à l'envers.
Φόρεσε τόσο γρήγορα το μπλουζάκι του που δεν πρόσεξε ότι το έβαλε ανάποδα.

που διάκειται ευνοϊκά απέναντι σε κπ/κτ

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρά τις αντιξοότητες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le couple était déterminé à se marier envers et contre tout.

ανάποδα, αντίστροφα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle a lu la liste à l'envers, pas par ordre alphabétique.

ανάποδα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce pull est à l'envers.
Το πουλόβερ είναι ανάποδα. Έβαλα τα γούνινα γάντια μου ανάποδα, η γούνα βρίσκεται απ' την έξω μεριά.

στα εύκολα και στα δύσκολα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ανάποδα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La lampe de poche ne marchait pas parce qu'il avait mis la pile à l'envers.

αναισθησία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλικιακός ρατσισμός

La société ne peut pas te renvoyer parce que tu viens d'avoir 50 ans : c'est de la discrimination.

ανάποδη βελονιά

nom féminin (tricot)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αδιαφορία για κπ/κτ

στοργή, τρυφερότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le garçon s'occupait de son lapin avec une tendre attention.

βάναυση μεταχείριση ζώων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες

(néologisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι θετικά διακείμενος απέναντι σε κπ/κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρομαι σωστά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πρέπει να φερθείς σωστά και να την παντρευτείς.

δίνω ελαφρυντικά σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais devoir être indulgent envers ma nouvelle employée : elle a encore tout à apprendre.

περιφρονώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εργάζομαι αντίστροφα

verbe intransitif

Ce mécanisme marche à l'envers.

εμμένω πεισματικά, προχωρώ/συνεχίζω απτόητος

locution verbale (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στήνω όρθιο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δύσπιστος σχετικά με κπ/κτ, καχύποπτος σχετικά με κπ/κτ

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντίθετα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παιδική κακοποίηση

nom féminin

Ne pas subvenir aux besoins de base d'un enfant est une forme de négligence envers l'enfant.

δείχνω σεβασμό σε/προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Εκπαιδεύουμε όλους τους υπαλλήλους μας να δείχνουν σεβασμό στους πελάτες.

είμαι επιεικής με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ανάποδη βελονιά

verbe transitif (tricot)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πατρονάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χλευάζω, σαρκάζω, περιφρονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω ασέβεια σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comment osez-vous autant manquer de respect envers vos aînés ?

ασεβής προς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a été irrespectueux envers sa mère quand il lui a crié dessus.

ευγνώμων

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που χρωστάει σε κπ για κτ

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευθύνομαι για

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony retourna une pierre et trouva des douzaines de fourmis dessous.

αφοσίωση σε κπ

Il était émouvant de voir le dévouement des enfants envers leurs grands-parents.

δείχνω σεβασμό σε/προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πρέπει να δείχνεις περισσότερο σεβασμό στον πατέρα σου.

υπόχρεος σε κπ για κτ, υποχρεωμένος σε κπ για κτ

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω

(κατά κπ, εναντίον κπ, απέναντι σε κπ, ενάντια σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'influence de la frange d'extrême-droite a monté les éléments plus modérés du parti contre les minorités ethniques.
Η επιρροή της άκρας δεξιάς πτέρυγας έχει προκαταλάβει τα πιο μετριοπαθή στοιχεία του κόμματος κατά των εθνικών μειονοτήτων.

υπομονετικός με κτ

κακός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν ανέχεται κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάποδα

locution adverbiale (le devant derrière)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δείχνω

locution verbale (de clémence,...) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fait preuve d'une grande clémence en ne le faisant pas exécuter.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του envers στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του envers

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.