Τι σημαίνει το enviar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enviar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enviar στο ισπανικά.

Η λέξη enviar στο ισπανικά σημαίνει στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, εκπέμπω, στέλνω, στέλνω, βγάζω, στέλνω, επισπεύδω, αποστέλλω, στέλνω, στέλνω, εμβάζω, μεταφέρω, μεταδίδω, στέλνω, μεταθέτω, υποβολή, σηκώνω, αποστέλλω, υποβάλλω, στέλνω ταχυδρομικώς, στέλνω, ταχυδρομώ, αποστέλλω, στέλνω, ταχυδρομώ, στέλνω, στέλνω με email, υποβάλλω, στέλνω, στέλνω, βάζω στην φυλακή, φυλακίζω, στέλνω, ταχυδρομώ, κλείνω σε ψυχιατρική κλινική, στέλνω μήνυμα, στέλνω μήνυμα, στέλνω, στέλνω σημείωμα, στέλνω μήνυμα, στέλνω σε λάθος διεύθυνση, επιστρέφω, στέλνω μήνυμα με ερωτικό περιεχόμενο, στέλνω με fax, στέλνω με φαξ, στέλνω τέλεξ σε κπ, αποστέλλω μέσω πρωτοκόλλου μεταφοράς αρχείου, στέλνω κτ σε κπ, στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ, στέλνω ανεπιθύμητα ηλεκτρονικά μηνύματα, στέλνω εγκύκλιο, στέλνω με κούριερ, στέλνω σε κπ μήνυμα με ερωτικό περιεχόμενο, στέλνω κπ/κτ σε κτ, στέλνω κτ σε κτ, αποστέλλω, στέλνω, στέλνω κτ σε κπ με fax, στέλνω κτ σε κπ με φαξ, στέλνω με email, στέλνω ανεπιθύμητα ηλεκτρονικά μηνύματα σε κπ, στέλνω με email, στέλνω με email, στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, παραπέμπω, απευθύνω κτ σε κπ, κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ, στέλνω mail, στέλνω email, υποβολή, επικοινωνώ με μηνύματα, επικοινωνώ μέσω μηνυμάτων, στέλνω fax, στέλνω φαξ, στέλνω κτ με νυχτερινή αποστολή, βάζω κπ στον πάγκο, στέλνω κπ στον πάγκο, εξορίζω, βάζω σε ουρά εκτύπωσης, τοποθετώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enviar

στέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él le envió el mensaje a su amigo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σας αποστέλλω τα παρακάτω έγγραφα, όπως μου ζητήσατε.

στέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Simplemente haz clic para enviar el correo electrónico.

στέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor envía el paquete por correo aéreo.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Señor, envíanos una señal!

εκπέμπω, στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La estación de radio está emitiendo una señal.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός εκπέμπει σήμα.

στέλνω

verbo transitivo (κάποιον κάπου ή σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El general envió más soldados a la batalla.
Ο στρατηγός έστειλε και άλλους στρατιώτες στη μάχη.

βγάζω

(documento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enviaremos los libros mañana.
Θα αποστείλουμε τα βιβλία αύριο.

επισπεύδω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía acordó enviar el pago.
Η εταιρεία συμφώνησε να επισπεύσει την πληρωμή.

αποστέλλω, στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El remitente debería enviar los bienes hoy.
Ο πωλητής θα πρέπει να αποστείλει (or: στείλει) τα προϊόντα σήμερα.

στέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fui a la oficina de correos a enviar un paquete a mi amigo.
Πήγα στο ταχυδρομείο και έστειλα ένα δέμα στον φίλο μου.

εμβάζω

(χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Envía el pago dentro de los treinta días en sobre cerrado.
Στείλτε την πληρωμή σας εντός τριάντα ημερών μέσα στον εσώκλειστο φάκελο.

μεταφέρω, μεταδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El barco que se hundía les envió un mensaje de socorro a los buques cercanos.
Το πλοίο που βυθιζόταν απέστειλε ένα μήνυμα SOS στα άλλα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή.

στέλνω

(algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía mandó a los coches en una ruta alternativa para evitar el sitio del accidente.
Η αστυνομία έστειλε τα αυτοκίνητα σε μια εναλλακτική διαδρομή για να μην περάσουν από το σημείο του ατυχήματος.

μεταθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su compañía lo envió a Richmond para abrir una nueva oficina.
Η εταιρεία του τον μετέθεσε στο Ρίτσμοντ για να ανοίξει νέο γραφείο.

υποβολή

expresión (tecla)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando hayas contestado todas las preguntas, pulsa Enviar.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ejército envió tres aviones de combate para responder a la posible amenaza terrorista.

αποστέλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El paquete se envió el lunes, así que debería llegar pronto.

υποβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Envíe su solicitud de admisión antes de la fecha límite.
Πρέπει να υποβάλεις την αίτησή σου για εισαγωγή πριν τη λήξη της προθεσμίας.

στέλνω ταχυδρομικώς

Las campañas políticas mandan cartas para agradecer a los donantes.
Οι ομάδες των πολιτικών εκστρατειών στέλνουν ταχυδρομικώς ευχαριστήριες επιστολές στους χρηματοδότες τους.

στέλνω

(a alguien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταχυδρομώ, αποστέλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿No has recibido todavía la carta que te mandé?

στέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom le mandó (or: envió) un correo electrónico al gerente de ventas.

ταχυδρομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy voy a mandar una carta.
Θα στείλω το γράμμα σήμερα ταχυδρομικά (or: μέσω ταχυδρομείου).

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mandé la carta hoy.
Έστειλα το γράμμα σήμερα.

στέλνω με email

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, envíame el archivo.
Σε παρακαλώ στείλε μου το αρχείο με email.

υποβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mandé una solicitud de empleo.
Υπέβαλα αίτηση για αυτή τη δουλειά.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te mandaré una postal cuando llegue.

στέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω στην φυλακή, φυλακίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέλνω, ταχυδρομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que despachar el paquete antes de que salga el tren.

κλείνω σε ψυχιατρική κλινική

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Internaron a la escultora Camile Claudel en 1930 y murió 30 años después.

στέλνω μήνυμα

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al profesor le costó hacer que sus estudiantes dejaran mensajear en clase.

στέλνω μήνυμα

(coloquial) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te mensajearé más tarde para fijar una hora en la que reunirnos.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose envió a su asistente a que se encargara de la entrega.
Η Ρόουζ έστειλε τη βοηθό της να ασχοληθεί με την παραλαβή.

στέλνω σημείωμα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ana, envíale un mensaje a Carlos para que sepa que estaremos allí.

στέλνω μήνυμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω σε λάθος διεύθυνση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιστρέφω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si la ropa que compras por correo no te queda bien, normalmente se puede enviar de vuelta al proveedor.
Εάν τα ρούχα που έχεις παραγγείλει δεν σου κάνουν μπορείς συνήθως να τα επιστρέψεις στον προμηθευτή.

στέλνω μήνυμα με ερωτικό περιεχόμενο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω με fax, στέλνω με φαξ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kyle le pidió a su ayudante que enviase por fax la carta.

στέλνω τέλεξ σε κπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποστέλλω μέσω πρωτοκόλλου μεταφοράς αρχείου

(Informática)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω κτ σε κπ

Le enviaron a Mary el paquete por correo.

στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El doctor envió a su asistente por agua tibia.

στέλνω ανεπιθύμητα ηλεκτρονικά μηνύματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchas compañías se ven tentadas a enviar correo basura porque no tiene costos.
Πολλές εταιρείες μπαίνουν στον πειρασμό να στείλουν σπαμ γιατί δε στοιχίζει τίποτα.

στέλνω εγκύκλιο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω με κούριερ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nuestro cliente necesitaba los dibujos con urgencia, así que los enviamos por mensajería a su oficina.
Ο πελάτης μας χρειαζόταν αμέσως τα σχέδια και έτσι τα στείλαμε με κούριερ στο γραφείο του.

στέλνω σε κπ μήνυμα με ερωτικό περιεχόμενο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω κπ/κτ σε κτ

Mandaron al ex emperador a una isla remota.

στέλνω κτ σε κτ

locución verbal

Pedí a la empresa que me enviara el pedido a mi domicilio.
Ζήτησα από την εταιρία να αποστείλει την παραγγελία στη διεύθυνση του σπιτιού μου.

αποστέλλω, στέλνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le enviaremos sus compras mañana.
Θα σας αποστείλουμε τις αγορές σας αύριο.

στέλνω κτ σε κπ με fax, στέλνω κτ σε κπ με φαξ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eric envió el documento por fax a la oficina del gobierno.

στέλνω με email

(επικοινωνώ με υπολογιστή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mañana te enviaré un correo electrónico con los detalles.
Θα σου στείλω τις λεπτομέρειες με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

στέλνω ανεπιθύμητα ηλεκτρονικά μηνύματα σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Después de que compré un libro ahí empezaron a enviarme correo basura.
Αφότου αγόρασα ένα βιβλίο, άρχισαν να μου με

στέλνω με email

(algo a alguien) (κάτι σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te enviaré la dirección por correo electrónico.
Θα σου στείλω τις οδηγίες με email.

στέλνω με email, στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enviaré por correo electrónico las facturas a nuestros clientes.
Θα στείλω τα τιμολόγια σε όλους τους πελάτες μας με email.

παραπέμπω

(formal) (κάποιον σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El médico me derivó a un especialista.
Ο γιατρός με παρέπεμψε σε έναν ειδικό.

απευθύνω κτ σε κπ

Joyce puso la dirección de su hermana en la carta.
Η Τζόις έβαλε την αδερφή της παραλήπτη στο γράμμα.

κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cathy envió solicitudes a tres universidades, pero ninguna la aceptó.
Η Κάθι έκανε αίτηση σε τρία πανεπιστήμια αλλά κανένα δεν τη δέχτηκε.

στέλνω mail, στέλνω email

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yo prefiero hablar por teléfono, pero otra gente solo envía correos electrónicos.
Εγώ προτιμώ να μιλώ στο τηλέφωνο, αλλά πολλοί απλά στέλνουν email.

υποβολή

locución adjetiva (botón, tecla)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de llenar el formulario en la página web, él dio clic en el botón de enviar.
Αφού συμπλήρωσε τη φόρμα στην ιστοσελίδα πάτησε υποβολή.

επικοινωνώ με μηνύματα, επικοινωνώ μέσω μηνυμάτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te preocupes por decírselo: simplemente envía un mensaje hoy.
Μην ανησυχείς για το αν είναι ενημερωμένος, απλά επικοινωνήστε σήμερα μέσω μηνυμάτων.

στέλνω fax, στέλνω φαξ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard dijo que la única manera de localizarlo era llamar por teléfono o enviar fax.

στέλνω κτ με νυχτερινή αποστολή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La empresa transportó por la noche los productos del cliente.

βάζω κπ στον πάγκο, στέλνω κπ στον πάγκο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mandaron al banco a James durante toda la temporada por su mala conducta.

εξορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En el siglo diecinueve, los criminales británicos solían ser deportados a Australia.

βάζω σε ουρά εκτύπωσης

locución verbal (informática)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοποθετώ

(a un puesto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La enviaron desde la central a una oficina de venta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο διευθυντής τοποθέτησε τη Μαρία σε μια θέση που απαιτεί ιδιαίτερα προσόντα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enviar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του enviar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.