Τι σημαίνει το épuisé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης épuisé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του épuisé στο Γαλλικά.
Η λέξη épuisé στο Γαλλικά σημαίνει εξαντλώ, εξαντλώ, εξαντλώ, στραγγίζω, κτ που εξαντλεί κτ, εξαντλώ, στερεύω, εξουθενώνω, κάνω κπ να τα φτύσει, κάνω κπ να τα παίξει, εξαντλώ, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, εξαντλώ, εξουθενώνω, αποδεκατίζω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, εξαντλώ, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, καταβάλλω, τελειώνω, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, εξαντλώ, εξουθενώνω, εξουθενώνω, εξαντλώ, που δεν τυπώνεται πια, που δεν εκδίδεται πια, άδειος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος, εξουθενωμένος, κουρέλι, ράκος, εξαντλημένος, εξαντλημένος, μη διαθέσιμος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος, εξαντλημένος, ξεθεωμένος, κατάκοπος, μισοπεθαμένος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος, κουρασμένος, καταβεβλημένος, τσακισμένος, κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος, που έχουν εξαντληθεί, πτώμα, λιώμα, χώμα, που έχει τελειώσει, που δεν υπάρχει στο απόθεμα, που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος, εξαντλημένος, κουρασμένος, αποκαρδιωμένος, κουρασμένος, άδειος, ψόφιος, κομμάτια, κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, εξαντλούμαι, το παρακάνω, αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω, στερεύω, σβήνω, ξοδεύω το σάλιο μου, ξεμένω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης épuisé
εξαντλώverbe transitif (des ressources) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le groupe avait épuisé son stock de bois de chauffage et tout le monde commençait à avoir froid. Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν. |
εξαντλώverbe transitif (un sujet...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les deux hommes avaient épuisé tous les sujets de conversation et se contentèrent donc de rester assis en silence. Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί. |
εξαντλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cours de sport exténua Rachel. Το μάθημα γυμναστικής εξάντλησε τη Ρέιτσελ. |
στραγγίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy a vidé son compte en banque. Η Νάνσυ στράγγιξε τον τραπεζικό λογαριασμό της. |
κτ που εξαντλεί κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce projet coûte trop cher : cela vide nos ressources. Το έργο παραείναι ακριβό, έχει εξαντλήσει τα κεφάλαιά μας. |
εξαντλώ, στερεύω(utiliser complètement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dur travail physique commençait à épuiser la force de Martin. Η σκληρή σωματική εργασία είχε αρχίσει να εξαντλεί τις δυνάμεις του Μάρτιν. |
εξουθενώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κπ να τα φτύσει, κάνω κπ να τα παίξειverbe transitif (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξαντλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ(une personne) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses plaintes incessantes m'épuisent (or: m'usent). Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν. |
εξαντλώ, εξουθενώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creuser dans le jardin a épuisé Linda. |
αποδεκατίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce dur travail t'épuisera si tu ne prends jamais de pauses. Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα. |
εξαντλώ(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tout ce sport va les crever. |
χρησιμοποιώ, καταναλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai utilisé tous mes vêtements propres pour la semaine. Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας! |
καταβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai presque tout utilisé dans mon frigo pour préparer ce repas. Mary a utilisé toute mon essence et n'a pas refait le plein. Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο. |
ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι(familier) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis complètement crevé avec toutes ces courses ! Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα. |
εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chaque fois que je garde ses enfants, ils m'épuisent (or: me fatiguent). Prendre le métro tous les jours m'épuise (or: me fatigue). |
εξαντλώ, εξουθενώνω(figuré, familier : fatiguer) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette chaleur va me tuer. Αυτή η ζέστη θα με εξουθενώσει. |
εξουθενώνω, εξαντλώ(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Margery était crevée par sa longue journée de travail. |
που δεν τυπώνεται πια, που δεν εκδίδεται πιαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άδειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John a versé le reste du vin et a jeté la bouteille épuisée dans le bac à recyclage. Ο Τζον σέρβιρε το κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι και έβαλε το άδειο μπουκάλι στον κάδο της ανακύκλωσης. |
εξαντλημένοςadjectif (livre, ouvrage) (δεν υπάρχει πια) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il est difficile de mettre la main sur ce livre car il est épuisé. |
καταβεβλημένος, εξουθενωμένοςadjectif (être à bout) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il était épuisé de fatigue, et s'écroula après la fin du marathon. |
κουρέλι, ράκοςadjectif (μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Tom s'est difficilement extirpé de son lit, se sentant épuisé. |
εξαντλημένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Amanda était épuisée après son jogging. |
εξαντλημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μη διαθέσιμος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξαντλημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Karen avait couru un bout de temps et se sentait épuisée. Η Κάρεν είχε πάει για τρέξιμο και ήταν εξαντλημένη. |
ξεθεωμένος, κατάκοπος(αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai travaillé 12 heures aujourd'hui et je suis épuisé. Δούλεψα 12 ώρες σήμερα και είμαι ξεθεωμένος. |
μισοπεθαμένος(μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Bien qu'épuisé par tant d'effort, David continuait son ascension : il devait à tout prix atteindre le sommet. |
κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Περπατάμε μίλια· είμαι πολύ κουρασμένος για να συνεχίσω. Ο Τζόι ήταν εξουθενωμένος μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. |
κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος(physiquement) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je suis vraiment épuisé : j'ai besoin de vacances, ou du moins de quelques jours de congé. |
κουρασμένος(soutenu) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Τα κουρασμένα παιδιά πήγαν για ύπνο. |
καταβεβλημένος, τσακισμένος(άτομο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'air exténué d'Emma a choqué ses vieux amis. |
κουρασμένος, ξεθεωμένος(familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που έχουν εξαντληθεί(tickets) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous n'avons pas pu voir le concert parce que les tickets avaient tous été vendus. Δεν μπορούσαμε να πάμε στην συναυλία επειδή τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. |
πτώμα, λιώμα, χώμα(figuré, familier) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Je n'ai marché que 8 km mais j'ai l'impression d'en avoir fait 30. Je suis lessivé ! Έκανα μόνο πέντε μίλια πεζοπορία, αλλά νιώθω σαν να ήταν πάνω από είκοσι. Είμαι πτώμα. |
που έχει τελειώσει, που δεν υπάρχει στο απόθεμα
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis désolé, le CD que vous voulez est en rupture de stock. |
που έχει κουραστεί(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξουθενωμένος(familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εξαντλημένοςadjectif (personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κουρασμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αποκαρδιωμένοςadjectif (figuré) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κουρασμένοςadjectif (condition) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Wendy travaille dur et se sent fatiguée. Η Γουέντυ δουλεύει πολύ σκληρά και νιώθει κουρασμένη. |
άδειοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψόφιος(familier) (καθομ, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah était complètement crevée après ses examens de fin d'année. |
κομμάτια(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Je suis crevé : je vais me coucher. |
κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξαντλούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Derek s'est épuisé après des mois de travail sans interruption. Ο Ντέρεκ εξαντλήθηκε αφού δούλευε αδιάκοπα τόσους μήνες. |
το παρακάνωverbe pronominal |
αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνωverbe pronominal (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι δυνάμεις της άρχισαν να χάνονται όσο πλησίαζε προς την κορυφή του βουνού. |
στερεύωverbe pronominal (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À un moment de la crise bancaire, la réserve de fonds pour l'industrie s'est épuisée presque totalement. Κατά τη διάρκεια της κρίσης των τραπεζών η παροχή χρηματοδότησης προς τη βιομηχανία σχεδόν στέρεψε. |
σβήνωverbe pronominal (feu) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La flamme s'est éteinte au bout de trois heures. Η φλόγα έσβησε μετά από τρεις ώρες. |
ξοδεύω το σάλιο μου
|
ξεμένω από κτ(εγώ) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του épuisé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του épuisé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.