Τι σημαίνει το known στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης known στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του known στο Αγγλικά.

Η λέξη known στο Αγγλικά σημαίνει γνωστός, γνωστός, ξακουστός, ήξερα, γνωστό, δεδομένο, δεδομένο, ξέρω, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, έχω στο μυαλό μου, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, χτυπώ, γνωστός επίσης και ως, είμαι γνωστός για, ξακουστός, κοινός τόπος, γνωστός, επιφανής, αν ήξερα ότι/πως..., γνωστός ως, γνωστός, λιγότερο γνωστός, ελάχιστα γνωστός, άσημος, που δεν έχει κατανοηθεί πλήρως, κάνω γνωστό, άγνωστος, διάσημος, γνωστός, αποδεκτός, γνωστός, ευρέως γνωστός, ευρέως γνωστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης known

γνωστός

adjective (publicly recognized) (αναγνωρίσιμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a known serial killer.
Είναι ένας γνωστός δολοφόνος.

γνωστός, ξακουστός

adjective (famous) (διάσημος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is known for his street protests.
Είναι γνωστός (or: ξακουστός) για τις πορείες διαμαρτυρίας του.

ήξερα

verb, past participle (know) (αόριστος του ξέρω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had known about the murder.
Ήξερε για τους φόνους.

γνωστό

adjective (mathematics: having a value) (μαθηματικά: με τιμή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If x and y are known, we can find z.
Αν το x και το y είναι γνωστά (or: δεδομένα), μπορούμε να βρούμε το z.

δεδομένο

noun (mathematics: value) (μαθηματικά: τιμή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The knowns and unknowns you will need to solve the problem are given below.
Τα δεδομένα και οι άγνωστοι που χρειάζεστε για να λύσετε το πρόβλημα δίνονται παρακάτω.

δεδομένο

noun (established fact) (αδιαμφισβήτητο γεγονός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's write down the knowns, and then we can try to figure out the rest.
Ας γράψουμε τα δεδομένα μας και μετά θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και τα υπόλοιπα.

ξέρω

transitive verb (comprehend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I know the answer.
Γνωρίζω την απάντηση.

ξέρω

transitive verb (be aware of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does he know that we've arrived?
Γνωρίζει ότι ήρθαμε;

ξέρω, γνωρίζω

transitive verb ([sb]: be acquainted with) (γνωριμία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you know Julie?
Γνωρίζεστε με την Τζούλι;

ξεχωρίζω, διακρίνω

transitive verb (distinguish) (διακρίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He doesn't know a flower from a weed.
Δεν μπορεί να ξεχωρίσει (or: διακρίνει) ένα λουλούδι από ένα αγριόχορτο.

ξέρω, γνωρίζω

intransitive verb (hold in mind as fact)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you don't know, then we need to find someone who does.
Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει.

ξέρω, γνωρίζω

intransitive verb (have information about) (έχουμε συναντηθεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I know of him, but he's not really a friend.
Τον έχω ακουστά, αλλά δεν είμαστε φίλοι.

ξέρω

transitive verb (be conversant with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He knows football better than anyone.
Ξέρει ποδόσφαιρο καλύτερα από τον καθένα.

έχω στο μυαλό μου

transitive verb (perceive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know her as a woman of integrity.
Την έχω για ακέραιη προσωπικότητα.

ξέρω

transitive verb (recognize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I knew it was you as soon as I saw you.
Ήξερα (or: Κατάλαβα) ότι ήσουν εσύ μόλις σε είδα.

ξέρω, γνωρίζω

transitive verb (have fixed in one's mind) (παγιωμένη γνώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's only three but she knows the alphabet.
Είναι μόνο τριών ετών, αλλά ξέρει (or: γνωρίζει) την αλφαβήτα.

χτυπώ

phrasal verb, transitive, separable (pedestrian: hit with a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car knocked him down as he crossed the street.
Τον χτύπησε το αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε τον δρόμο.

γνωστός επίσης και ως

preposition (alias)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eva Perón, also known as Evita, was a controversial figure in Argentine politics.

είμαι γνωστός για

transitive verb (be identified or famous for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That restaurant is known for its excellent seafood.
Αυτό το εστιατόριο είναι γνωστό για τα εξαιρετικά θαλασσινά πιάτα του.

ξακουστός

adjective (most famous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινός τόπος

adjective (fact: known by most people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's commonly known that babies cry when they are hungry.

γνωστός, επιφανής

adjective (person: familiar to most people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Major actors and politicians are commonly known figures.

αν ήξερα ότι/πως...

expression (with more information)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I had known it was going to rain, I wouldn't have suggested going to the beach.

γνωστός ως

preposition (called)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elvis Presley, known as the King of Rock and Roll, was born in 1935.
Ο Έλβις Πρίσλεϋ, γνωστός ως ο Βασιλιάς του ροκ εν ρολ, γεννήθηκε το 1935.

γνωστός

noun ([sth], [sb] familiar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have worked with Mike for over a decade, so he is a known quantity for us.

λιγότερο γνωστός

adjective (less well known)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ελάχιστα γνωστός, άσημος

adjective (not very famous)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We spent the summer in a cabin on a little-known island off the coast of Greece. She was a little-known actress before getting her big break.
Περάσαμε το καλοκαίρι σε μια καλύβα σε ένα ελάχιστα γνωστό ελληνικό νησί. Πριν κάνει τη μεγάλη της επιτυχία, ήταν μια άσημη ηθοποιός.

που δεν έχει κατανοηθεί πλήρως

adjective (poorly realised or understood)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a little-known fact that I'm actually a very good cook.

κάνω γνωστό

transitive verb (publicize, reveal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've always made my opinion known - it's no secret that I don't like him.

άγνωστος

adjective (person: anonymous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάσημος, γνωστός

adjective (famous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many actresses and actors are well known all around the world.
Πολλοί ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, είναι γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο.

αποδεκτός, γνωστός

adjective (commonly accepted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's a well-known fact that sea water is salty.
Είναι γνωστό ότι το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό.

ευρέως γνωστός

noun ([sth] of which many people are aware)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It is a well-known fact that smoking causes cancer.

ευρέως γνωστός

adjective (familiar to many people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dangers of smoking are widely known. It's a widely-known fact that mothers always know best.
Οι κίνδυνοι του καπνίσματος είναι ευρέως γνωστοί. Είναι ευρέως γνωστό το γεγονός ότι οι μητέρες πάντα γνωρίζουν καλύτερα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του known στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του known

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.