Τι σημαίνει το estilo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estilo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estilo στο ισπανικά.

Η λέξη estilo στο ισπανικά σημαίνει τρόπος, τεχνοτροπία, κομψότητα, στυλ, πολυτέλεια, ύφος, στύλος, κίνηση, μέθοδος, γούστο, στυλ, άνεση, κομψότητα, γραφή, ύφος, διατύπωση, καλλιτεχνικό αισθητήριο, προσέγγιση, λουκ, στυλ, ύφος, ήχος, ύφος, στυλ, είδος, στυλ, χάρη, εκδοχή, σχέδιο, στυλ, κολυμπάω, κολυμπώ, τακτική, αίσθηση, ύφος, ύφος, άχαρος, άκομψος, πομπαντούρ, παρόμοιος, ελεύθερο, κινέζικου ύφους, κλπ, λογοτεχνικός, ντικενσιανός, στην κλασική παράδοση, καλαίσθητα, κομψά, με τον δικό μου τρόπο, με στυλ, με φινέτσα, εντυπωσιακά, και όλα τα σχετικά, στο πνεύμα του, με το ύφος του, τρόπος ζωής, ελεύθερο, τσιγκελωτό μουστάκι, τηλεγραφική γραφή, τηλεγραφική γλώσσα, τίποτα τέτοιο, καλλιτεχνικό ύφος, στυλ, στυλ χορού, διακοσμητικό στυλ, ευθύς λόγος, ελεύθερο σχήμα, λογοτεχνική γλώσσα/ύφος, σοκολατένιο επιδόρπιο, νέο στυλ, φιλί με γλώσσα, ύφος εποχής, προσωπικό στυλ, απλό ύφος, κάτι τέτοιο, συγγραφικό ύφος, τρόπος ζωής, πλάγιος λόγος, υγιεινός τρόπος ζωής, κομψότητα, τρόπος μάθησης, τρόπος εκμάθησης, αίσθηση του στυλ, στυλ ντυσίματος, στυλ διδασκαλίας, κάτι τέτοιο, παρωδία ηρωισμού, παρωδία της ηρωικής λογοτεχνίας, σάτιρα του ηρωικού στυλ, φασόλια σε σάλτσα ντομάτας, παρόμοια με, σαν, όπως, κάνω ελεύθερο κολύμπι, ιταλικού στυλ, κάστρο, μούσι που καλύπτει μόνο το πηγούνι, freestyle, ανδρικό χτένισμα του 17ου αιώνα, ελεύθερος, περιπλάνηση, χωριάτικο στυλ, freestyle, μυστηρίου, των Τυδώρ, ιταλοποιημένος, γράμματα, τρόπος ζωής, κάνω ιταλικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estilo

τρόπος

nombre masculino (συμπεριφορά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella tiene un estilo propio.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχει ένα δικό της στιλ να κάνει τη δουλειά της.

τεχνοτροπία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Van Gogh tiene un estilo distintivo de pintura.
Η τεχνοτροπία του Van Gogh είναι μοναδική.

κομψότητα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella luce la ropa con estilo.
Ντύνεται με στιλ.

στυλ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Su vestido tiene un estilo hippie.

πολυτέλεια

nombre masculino (lujo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A él le gusta viajar con estilo.

ύφος

nombre masculino (literario)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No me gusta el estilo de Dickens.

στύλος

nombre masculino (botánica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El estilo no debe confundirse con el estambre.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aprendimos nuevos estilos de masaje en clase.

μέθοδος

nombre masculino (forma de hacer las cosas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su estilo de persuasión consiste en un poco de encanto y otro poco de intimidación.
Η μέθοδος με την οποία προσπαθεί να σε πείσει συνδυάζει γοητεία με φοβέρα.

γούστο, στυλ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Shaun siempre se viste con mucho estilo.
Η Σων πάντα ντύνεται με γούστο.

άνεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La revista del corazón solo contrataba escritores con estilo.

κομψότητα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραφή

(de escritura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su estilo es claro y conciso.
Το γράψιμό της ήταν ξεκάθαρο και μεστό.

ύφος

(στιλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El estilo de la novela puede parecer anticuado para muchos lectores.

διατύπωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλλιτεχνικό αισθητήριο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσέγγιση

nombre masculino (διάθεση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El nuevo jefe adoptó un estilo relajado hacia sus empleados.
Το νέο αφεντικό είχε μια άνετη προσέγγιση με τους εργάτες του.

λουκ, στυλ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Me gusta su estilo: medio urbano y medio punk.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μ' αρέσει το λουκ (or: στυλ) της. Είναι λίγο αστικό και λίγο πανκ.

ύφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El estilo moderno utiliza colores más brillantes.

ήχος

nombre masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El estilo de ese grupo me gusta de verdad.

ύφος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El estilista le dio al vestido un estilo moderno.

στυλ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Me gusta el estilo de esa casa. ¿Es neogótico?

είδος

(συχνά παράξενο, ιδιαίτερο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los demás no compartían su estilo conservacionista.

στυλ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Brad tiene mucho estilo. Tiene un rollo muy guay y es muy popular entre las chicas.

χάρη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La versión escocesa del gaélico no es igual que la versión irlandesa.
Η σκωτσέζικη εκδοχή των γαελικών δεν είναι ακριβώς ίδια με την ιρλανδική εκδοχή.

σχέδιο, στυλ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολυμπάω, κολυμπώ

(PR, técnica en la natación)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su nado era excelente.
Έχει πολύ καλό στυλ.

τακτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si continúas actuando de esa manera, no responderé a más preguntas tuyas.
Εάν συνεχίσεις με αυτό το στυλ, δεν θα απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις σου.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es un café pero tiene el ambiente de un pub.
Καφετέρια είναι, αλλά δίνει την αίσθηση μιας παμπ.

ύφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La decoración de su casa es de un tenor muy suave.
Το σπίτι της είναι διακοσμημένο σε πολύ ήπιο στυλ.

ύφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El aspecto de su ropa, con frecuencia resulta bohemio.

άχαρος, άκομψος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ojalá mi madre no usara ropa tan vieja y desaliñada.

πομπαντούρ

(ES) (χτένισμα με πολύ όγκο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρόμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερο

(natación)

El instructor le dijo a Sara que nade dos largos libres.

κινέζικου ύφους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλπ

(abreviatura)

λογοτεχνικός

locución adjetiva (literatura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντικενσιανός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην κλασική παράδοση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλαίσθητα, κομψά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τον δικό μου τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todas las islas griegas son únicas a su manera.

με στυλ, με φινέτσα, εντυπωσιακά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entró a la habitación con estilo, vistiendo un ostentoso pañuelo.
Μπήκε στο δωμάτιο με στυλ, τινάζοντας το κασκόλ της. Ας πάρουμε μια λιμουζίνα - θέλω να φτάσω με στυλ!

και όλα τα σχετικά

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sala estaba llena de adornos, tapices y cosas por el estilo.

στο πνεύμα του, με το ύφος του

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus pinturas son del mismo estilo que las de Van Gogh.

τρόπος ζωής

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A Karen le gustaba vivir en una gran ciudad porque le daba el tipo de estilo de vida que ella disfrutaba.
Στην Κάρεν άρεσε να ζει σε μια μεγάλη πόλη γιατί της προσέφερε το είδος του τρόπου ζωής που της άρεσε.

ελεύθερο

locución nominal masculina (natación)

El evento favorito de las competiciones de natación de Danielle es el estilo libre.

τσιγκελωτό μουστάκι

τηλεγραφική γραφή, τηλεγραφική γλώσσα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τίποτα τέτοιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No pienso emperifollarme, ir a esa fiesta, estar con gente que no me interesa, volver a las mil y una, ni nada por el estilo.

καλλιτεχνικό ύφος, στυλ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me encanta el estilo artístico de los patinadores sobre hielo.

στυλ χορού

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διακοσμητικό στυλ

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Franco y Gillian hicieron su sala de estar con un estilo decorativo muy ostentoso.

ευθύς λόγος

locución nominal masculina (gramática)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερο σχήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El estilo libre es un tipo de jazz que se introdujo en 1950.

λογοτεχνική γλώσσα/ύφος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Felicitaron al autor por su estilo literario único.

σοκολατένιο επιδόρπιο

locución nominal femenina

νέο στυλ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sus botas estaban al nuevo estilo, con taco alto y punta.

φιλί με γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Qué tipo de beso fue? ¿Un beso con lengua?
Τι φιλί ήταν; Με γλώσσα;

ύφος εποχής

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pieza estaba decorada en el estilo de la época.

προσωπικό στυλ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchas tendencias de moda comienzan como el estilo personal de un individuo.

απλό ύφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me gusta Mark Twain por el estilo sencillo de su prosa.

κάτι τέτοιο

locución pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγραφικό ύφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aunque muchos consideraban su estilo de escritura pomposo y tedioso, su último libro pronto se convirtió en éxito de ventas.

τρόπος ζωής

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para muchos, el uso de ordenadores portátiles se ha convertido en un estilo de vida.
Για πολλούς η χρήση φορητών υπολογιστικών συσκευών έχει γίνει τρόπος ζωής.

πλάγιος λόγος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El estilo indirecto ocupa todo un capítulo de mi libro de gramática.

υγιεινός τρόπος ζωής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Muchos se están empezando a dar cuenta de que un estilo de vida saludable puede prevenir la diabetes.

κομψότητα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρόπος μάθησης, τρόπος εκμάθησης

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση του στυλ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στυλ ντυσίματος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στυλ διδασκαλίας

nombre masculino (Educación)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάτι τέτοιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Clive dijo que llegó tarde porque se le rompió el auto o algo así.

παρωδία ηρωισμού, παρωδία της ηρωικής λογοτεχνίας, σάτιρα του ηρωικού στυλ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φασόλια σε σάλτσα ντομάτας

(σε κονσέρβα)

Mi cena rápida favorita son porotos en salsa de tomate sobre tostadas, con un huevo encima.
Το αγαπημένο μου πιάτο για ένα γρήγορο βραδινό είναι φασόλια σε σάλτσα ντομάτας πάνω σε ξεροψημένο ψωμί με ένα αβγό ποσέ από πάνω.

παρόμοια με, σαν, όπως

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lleva el peinado al estilo de su hermana.

κάνω ελεύθερο κολύμπι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la competición de estilo libre, muchos participantes eligieron nadar estilo crol.

ιταλικού στυλ

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κάστρο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La familia acaba de vender un palacete de estilo francés a 8 millones de euros.

μούσι που καλύπτει μόνο το πηγούνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

freestyle

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ανδρικό χτένισμα του 17ου αιώνα

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ελεύθερος

locución adjetiva (κολύμβηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary salió segunda en la carrera de estilo libre.

περιπλάνηση

locución nominal femenina (Australia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωριάτικο στυλ

(αρχιτεκτονική κατασκευή)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

freestyle

locución adjetiva

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μυστηρίου

(ταινία, βιβλίο, θεατρικό έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La editorial se especializa en estilo gótico y romántico.

των Τυδώρ

locución adjetiva (arquitectura siglo XV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιταλοποιημένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γράμματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El estilo de letra del ensayo es fácil de leer.

τρόπος ζωής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ben se trasladó a California para probar su estilo de vida.

κάνω ιταλικό

locución verbal

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estilo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του estilo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.