Τι σημαίνει το estudar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estudar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estudar στο πορτογαλικά.

Η λέξη estudar στο πορτογαλικά σημαίνει σπουδάζω, εξετάζω, μελετώ, μελετώ, μελετώ διεξοδικά, κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψεις, κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ, διαβάζω, ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ, μελετάω, μελετώ, παρατηρώ, μελετώ, διαβάζω, αναλύω, εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, ασχολούμαι με κτ, κάνω, σπουδάζω για να γίνω κτ, μελετώ για κτ, μελετώ τη νύχτα, σπουδάζω στο εξωτερικό, σκοτώνομαι στο διάβασμα για κτ, διαβάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estudar

σπουδάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quero estudar Direito.
Θέλω να σπουδάσω νομική.

εξετάζω, μελετώ

verbo transitivo (analisar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cientista vai estudar os resultados.
Ο επιστήμονας θα εξετάσει (or: μελετήσει) τα αποτελέσματα.

μελετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você quer notas altas, deve estudar.
Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις.

μελετώ διεξοδικά

verbo transitivo (analisar)

O comitê vai estudar as descobertas do júri.

κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Verônica tem uma prova na terça, portanto está estudando.
Η Βερόνικα μελετά γιατί δίνει εξετάσεις την Τρίτη.

κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roberto está estudando para um teste.
Ο Ρόμπερτ διαβάζει για ένα διαγώνισμα.

διαβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ

(pesquisar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μελετάω, μελετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu filho está estudando os Clássicos na Universidade de Cambridge.

παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela estudou o rosto dele por um longo tempo e depois sorriu.
Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε.

μελετώ, διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por horas depois, ela continuou examinando o que ele lhe contara, mas aquilo ainda não fazia sentido.
Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα.

εξετάζω, ερευνώ, μελετώ

verbo transitivo (estudar algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pesquisador analisava o tópico rigorosamente.
Ο ερευνητής μελέτησε το θέμα εξονυχιστικά.

ασχολούμαι με κτ

Este artigo trata das similaridades na obra destes dois filósofos.

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu decidi estudar francês no próximo período.

σπουδάζω για να γίνω κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele passou 3 anos fora, provavelmente estudando para ser arquiteto.
Πέρασε 3 χρόνια στο εξωτερικό, δήθεν σπουδάζοντας αρχιτεκτονική.

μελετώ για κτ

(preparar-se para algo: teste, exame)

Não se esqueça de estudar bem para as próximas provas.

μελετώ τη νύχτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σπουδάζω στο εξωτερικό

(fazer curso em outro país)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνομαι στο διάβασμα για κτ

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαβάζω

(εντατικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Carol tentou passar no teste estudando muito na noite anterior.
Η Κάρολ προσπάθησε να περάσει το τεστ διαβάζοντας την προηγούμενη νύχτα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estudar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.