Τι σημαίνει το já στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης já στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του já στο πορτογαλικά.

Η λέξη στο πορτογαλικά σημαίνει κιόλας, ήδη, ακόμα, ποτέ, μέχρι τώρα, ως τώρα, ήδη, ήδη, ποτέ, γρήγορα, αμέσως, επιτέλους, πιασμένος, γεια χαρά, το κόβω, όσον αφορά εμένα, σε λιγάκι, σε λίγο, αμέσως, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, ευχαριστώ εκ των προτέρων, αρκετά, αρκεί, φτάνει, Τα λέμε!, στα τσακίδια!, το ξέρω, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!, εώς εδώ και μη παρέκει, καιρός είναι, φεύγω, έχω δει καλύτερες μέρες, γρήγορα, αμέσως, σύντομα, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο, ως εδώ, ως εδώ και μη παρέκει, καιρός είναι, όχι πλέον, όχι πια, τελειώνω, Πιάσε κόκκινο!, εφόσον, αφού, στιγμή, είμαι τελειωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης já

κιόλας, ήδη

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Não acredito que você já terminou seu bolo. Você come tão rápido!
Δεν το πιστεύω ότι έφαγες κιόλας την τούρτα σου; Τι γρήγορα που τρως!

ακόμα

advérbio (agora, nesta hora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Já chegamos lá?
Φτάσαμε ή ακόμα;

ποτέ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você já foi à Nova York?
Έχεις πάει ποτέ στη Νέα Υόρκη;

μέχρι τώρα, ως τώρα

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Meus convidados já devem ter chegado, o jantar está esfriando.
Οι καλεσμένοι θα έπρεπε να έχουν έλθει ως τώρα. Τo φαγητό κρυώνει.

ήδη

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu já estive em Paris.
Έχω ήδη πάει στο Παρίσι.

ήδη

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela já estava casada quando a conheci.
Ήταν ήδη παντρεμένη όταν την γνώρισα.

ποτέ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γρήγορα, αμέσως

advérbio (de modo rápido)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επιτέλους

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos logo, só temos 20 minutos.
Πάμε, επιτέλους! Έχουμε μόνο είκοσι λεπτά.

πιασμένος

(estar em uma relação) (μεταφορικά, καθομ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Robert chamou sua nova colega para sair, mas ela disse que era comprometida.
Ο Ρόμπερτ ζήτησε από την καινούρια του συνάδελφο να βγουν αλλά εκείνη του είπε ότι ήταν δεσμευμένη.

γεια χαρά

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tchau! Até amanhã!
Γεια χαρά! Τα λέμε αύριο!

το κόβω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όσον αφορά εμένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Meu marido está indo trabalhar. Quanto a mim, vou ficar em casa e cuidar do bebê.
Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό.

σε λιγάκι, σε λίγο

(brevemente)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αμέσως

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχαριστώ εκ των προτέρων

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκετά, αρκεί, φτάνει

(informal)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Até breve, Edna!
Τα λέμε σύντομα Έντνα!

στα τσακίδια!

interjeição (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

το ξέρω

interjeição

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não há necessidade de me dizer que o homem é um idiota. Eu sei!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το ξέρω αυτό! Δε χρειάζεται να μου το εξηγείς!

Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

(usado para começar uma corrida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εώς εδώ και μη παρέκει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καιρός είναι

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Καιρός είναι να επιστρέψεις το βιβλίο μου!

φεύγω

(BRA, expressão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se a gente não sair logo, vamos nos atrasar.
Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.

έχω δει καλύτερες μέρες

expressão (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γρήγορα, αμέσως

interjeição (informal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

(em curto espaço de tempo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ως εδώ, ως εδώ και μη παρέκει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Já chega! Essa barulheira tem que parar! Já chega, você está demitido: limpe sua mesa e saia!
Ως εδώ! Όλη αυτή η φασαρία πρέπει να σταματήσει!

καιρός είναι

(figurado, impaciência)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
«Θα κάνω μια αίτηση εργασίας». «Καιρός ήταν!»

όχι πλέον, όχι πια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Barry costumava ser um fumante inveterado, mas não mais.
Κάποτε ο Μπάρι ήταν μανιώδης καπνιστής, αλλά όχι πια.

τελειώνω

(gíria)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A tinta vermelha já era e não tem muito da azul também
Η κόκκινη μπογιά τελείωσε, και δεν έχει μείνει και πολύ μπλε.

Πιάσε κόκκινο!

(BRA: quando duas pessoas dizem o mesmo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εφόσον, αφού

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Fiz café para você, já que você não gosta de chá.
Σου έφτιαξα καφέ, μιας και δεν σου αρέσει το τσάι.

στιγμή

(informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desculpe te fazer esperar. Estarei com você num instante.

είμαι τελειωμένος

(informal, figurado, estar desgraçado) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quando o chefe descobrir que você perdeu aquele cliente, você estará acabado.
Όταν μάθει το αφεντικό ότι έχασες αυτόν τον πελάτη είσαι τελειωμένος!

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του já

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.