Τι σημαίνει το éteint στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης éteint στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του éteint στο Γαλλικά.

Η λέξη éteint στο Γαλλικά σημαίνει σβήνω, κατασβήνω, αποσβένω, σβήνω, κλείνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω φλόγα/κερί, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, -, σβήνω, σβήνω, σταματάω, σταματώ, ανενεργός, σβηστός, -, σβησμένος, άψυχος, άτονος, σβησμένος, εξαφανισμένος, αφώτιστος, σβήνω, σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φεύγω, χάνομαι, σβήνω, κλείνω, έφυγε, διαρκώ για πάντα, σβήνω, βάζω στο αθόρυβο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης éteint

σβήνω, κατασβήνω

verbe transitif (un feu) (φωτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Éteignez complètement tous les feux avant de partir du camp.

αποσβένω

(Droit, soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, κλείνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand je quitte la maison, j'éteins toujours la lumière.
Όποτε φεύγω από το σπίτι κλείνω τους διακόπτες.

κλείνω, σβήνω

(la lumière, la télévision,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant d'aller me coucher, j'éteins la télé.
Πριν πάω για ύπνο κλείνω την τηλεόραση.

σβήνω

verbe transitif (en écrasant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, κλείνω

verbe transitif (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant de quitter le bureau, je n'oublie jamais d'éteindre mon ordinateur. N'oubliez jamais d'éteindre votre ordinateur avant de rentrer chez vous.
Πριν φύγω από το γραφείο σβήνω πάντοτε τον υπολογιστή μου. Ποτέ μην ξεχνάτε να κλείσετε τον υπολογιστή σας πριν πάτε σπίτι στο τέλος της ημέρας.

σβήνω

verbe transitif (un feu) (φωτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vite ! Il faut éteindre ce feu !
Γρήγορα! Κάποιος να σβήσει τη φωτιά.

σβήνω φλόγα/κερί

(une bougie)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut éteindre les bougies avant d'aller au lit, pour ne pas mettre le feu.

σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a éteint les bougies sur son gâteau d'anniversaire.
Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της.

σβήνω, κλείνω

verbe transitif (συσκευές, Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

verbe transitif (un feu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victoria est entrée en courant avec un seau d'eau et a éteint les flammes.
Η Βικτόρια έσπευσε με έναν κουβά νερό και έσβησε τις φλόγες.

σβήνω

verbe transitif (une lumière)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai éteint la lumière, et quelques secondes plus tard, j'étais déjà profondément endormi.
Έσβησα το φως και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμόμουνα βαριά.

κλείνω, σβήνω

verbe transitif (la lumière)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbe transitif (un ordinateur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, κλείνω

verbe transitif (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
À la fin de la semaine, il faut toujours éteindre l'ordinateur. Il faut aussi le faire pendant les vacances.

σβήνω

verbe transitif (une cigarette) (το τσιγάρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James éteignit (or: écrasa) sa cigarette dans le cendrier.

-

(réglage, alimentation en énergie) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'est normal que tu ne voies rien : la télévision est éteinte !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν τελείωσε το μαγείρεμα, έσβησε το φούρνο.

σβήνω

verbe transitif (απενεργοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrête (or: Éteins) le moteur. Nous en avons pour un moment.
Σβήσε τη μηχανή. Θα μείνουμε εδώ αρκετά.

σβήνω

(bougie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Assurez-vous de souffler (or: d'éteindre) les bougies avant de partir de la maison.

σταματάω, σταματώ

verbe transitif (un moteur, une machine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Éteins la machine avant d'entamer des réparations.
Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις.

ανενεργός

adjectif (volcan)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ville est construite dans le cratère d'un volcan éteint.
Η πόλη είναι χτισμένη στον κρατήρα ενός ανενεργού ηφαιστείου.

σβηστός

adjectif (lumière,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les lumières sont éteintes.
Τα φώτα είναι σβηστά (or: σβησμένα).

-

adjectif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Assurez-vous que le feu soit éteint avant d'aller vous coucher.
Βεβαιώσου ότι έχει σβήσει η φωτιά πριν πας για ύπνο.

σβησμένος

adjectif (lumière, appareil) (συσκευές, φώτα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il ne voyait pas bien parce que la lumière était éteinte.
Δεν μπορούσε να δει καλά επειδή το φως ήταν σβηστό.

άψυχος, άτονος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certaines villes de province sont mortes le dimanche après-midi.

σβησμένος

adjectif (feu)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nous avons trouvé les restes d'un feu de camp, éteint depuis longtemps.
Βρήκαμε τα απομεινάρια μιας φωτιάς, που είχε σβήσει εδώ και πολλή ώρα.

εξαφανισμένος

adjectif (espèce)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le fossile provient d'une espèce disparue de reptile.
Το απολίθωμα είναι ενός είδους ερπετού που έχει εξαφανιστεί.

αφώτιστος

(δεν φωτίζεται, πχ χώρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σβήνω

verbe pronominal (feu, lumière)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pourrais-tu mettre une autre bûche dans le feu avant qu'il ne s'éteigne ?
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να βάλεις ακόμα ένα κούτσουρο στη φωτιά, πριν σβήσει;

σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω

verbe pronominal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

verbe pronominal (ευφημ: πεθαίνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Claude Lévi-Strauss s'est éteint à l'âge de cent ans, dans la nuit du samedi au dimanche 30 octobre 2009.

χάνομαι

verbe pronominal (tradition)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Notre langue et nos traditions vont s'éteindre car les gens sont toujours plus absorbés par la culture de masse.
Η γλώσσα και οι παραδόσεις μας θα φθίνουν καθώς ο λαός μας απορροφάται από την κουλτούρα του συρμού.

σβήνω, κλείνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne comprends pas ; mon ordinateur s'est éteint tout seul sans crier gare.

έφυγε

(euphémisme : mourir) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έφυγε τρεις ώρες μετά το εγκεφαλικό της.

διαρκώ για πάντα

verbe pronominal (soutenu)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon amour pour toi ne s'éteindra jamais.

σβήνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foule anticipa le lancement du feu d'artifice à l'allumage de la mèche, mais celle-ci s'éteignit en crépitant et rien ne se produisit.

βάζω στο αθόρυβο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
S'il te plaît, coupe le son de la télé pendant que ton père parle.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του éteint στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του éteint

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.