Τι σημαίνει το étudiant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης étudiant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του étudiant στο Γαλλικά.
Η λέξη étudiant στο Γαλλικά σημαίνει φοιτητής, φοιτήτρια, κολεγιακός, φοιτητής πανεπιστημίου, φοιτήτρια πανεπιστημίου, φοιτητής, κολλεγιακός, προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια, φοιτητής, φοιτήτρια, φοιτητής, φοιτητής, φοιτήτρια, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθητής, μαθήτρια, μαθητής, μαθήτρια, τελειόφοιτος, τελειόφοιτη, μελέτη, μελετώ, διαβάζω, ερευνώ, σπουδάζω, μελετώ, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, εξετάζω, διαβάζω, ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ, μελετάω, μελετώ, εξετάζω, τσεκάρω, υπολογίζω, μαθαίνω για κτ, παρατηρώ, παρακολουθώ, ειδικεύομαι σε κτ, ερευνώ, μαθαίνω, εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, έχω ως βασικό πεδίο σπουδών, σε βάθος, μελετώ διεξοδικά, ερμηνεύω, δευτεροετής, αυτός που διακόπτει τη φοίτηση, μαθηματικός, πρωτοετής, μεταδιδακτορικός φοιτητής, μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης, κλασσικιστής, διαπρέπων, τριτοετής, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, μαθητής προγράμματος ανταλλαγής, μαθητές, φοιτητές, ενήλικος σπουδαστής, ενήλικη σπουδάστρια, φοιτητής που τιμάται με διάκριση, φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής, ώριμος φοιτητής, ανταλλαγή φοιτητών, φοιτητική ταυτότητα, μαθητής ηλικίας 16-18 ετών, αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, απόφοιτος, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, πρωτοετής, από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές, πρωτοετής, μεταπτυχιακός φοιτητής, φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικής, φοιτητής βιολογίας, φοιτήτρια βιολογίας, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, φοιτητής που προετοιμάζεται για εισαγωγή στην ιατρική, φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας, φοιτητής γλωσσολογίας, μεταπτυχιακός, φοιτητής χημείας, φοιτητής του χημικού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης étudiant
φοιτητής, φοιτήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) C'est une étudiante à l'université. Είναι φοιτητής στο τοπικό πανεπιστήμιο. |
κολεγιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φοιτητής πανεπιστημίου, φοιτήτρια πανεπιστημίουnom masculin Je suis content d'être étudiant maintenant, et plus lycéen ! |
φοιτητήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κολλεγιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια
J'aide un étudiant de deuxième année. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι προπτυχιακοί είναι φοιτητές που δεν έχουν πάρει ακόμα το πτυχίο τους. |
φοιτητής, φοιτήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
φοιτητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Henry aime la vie d'étudiant. |
φοιτητής, φοιτήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
φοιτητής, φοιτήτρια(Éducation) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Je suis étudiant en biologie. Σπουδάζω βιολογία. |
μαθητής, μαθήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les étudiants avaient tous le nez dans leurs livres. |
μαθητής, μαθήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les élèves bénéficient de ressources pédagogiques adaptées à leur niveau. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι σπουδαστές πρέπει να εκμεταλλευτούν το εποπτικό υλικό που απευθύνεται στο επίπεδό τους. |
τελειόφοιτος, τελειόφοιτη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μελέτη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Étudier nécessite de bien planifier son temps. |
μελετώ, διαβάζω, ερευνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous allons étudier l'histoire de la Hollande avant de visiter Amsterdam. |
σπουδάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je veux étudier le droit. Θέλω να σπουδάσω νομική. |
μελετώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu veux avoir de bonnes notes, tu dois étudier (or: travailler). Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις. |
σκέφτομαι, μελετάω, μελετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons étudier la question attentivement. Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα. |
εξετάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαβάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μελετάω, μελετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon fils étudie les lettres classiques à l'Université de Cambridge. |
εξετάζω(une piste, idée, possibilité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le détective a exploré toutes les possibilités. Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες. |
τσεκάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπολογίζω(des données, des chiffres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω για κτ
Comment avez-vous entendu parler de notre société ? Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας. |
παρατηρώ, παρακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai observé un homme qui marchait dans la rue. Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο. |
ειδικεύομαι σε κτ(Éducation) Tina a décidé de se spécialiser dans l'éducation. |
ερευνώ(un problème,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο. |
μαθαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a appris (or: étudié) l'art de la maçonnerie en pierres en trois ans seulement. Έμαθε την τέχνη του χτίστη σε τρία μόλις χρόνια. |
εξετάζω, ερευνώ, μελετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chercheur a examiné (or: étudié) le sujet en détail. Ο ερευνητής μελέτησε το θέμα εξονυχιστικά. |
έχω ως βασικό πεδίο σπουδών(Éducation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle fait des études de physique. |
σε βάθοςverbe transitif (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Les inspecteurs ont examiné l'affaire en détail. |
μελετώ διεξοδικάverbe transitif Le comité examinera les conclusions de la commission. |
ερμηνεύωverbe transitif (art, poésie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur de littérature a demandé à ses étudiants d'interpréter le poème et de présenter leur analyse à l'écrit. |
δευτεροετής(université) (πανεπιστήμιο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) La plupart choisissent leur directeur de recherches lorsqu'ils ne sont alors qu'étudiants en deuxième année. Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς. |
αυτός που διακόπτει τη φοίτηση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les étudiants qui abandonnent leurs études ont du mal à trouver un bon emploi. Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο. |
μαθηματικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρωτοετής(université) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μεταδιδακτορικός φοιτητής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξηςnom masculin (1η λυκείου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλασσικιστήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διαπρέπων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Mélanie est une élève brillante qui réussit tous ses examens. |
τριτοετήςnom masculin (φοιτητής 3ου έτους) |
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής
James est étudiant en médecine à l'université de Floride centrale. |
φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια
Je travaille comme aide-enseignant pour m'aider financièrement en tant qu'étudiant de deuxième cycle et avoir un diplôme de troisième cycle. |
μαθητής προγράμματος ανταλλαγής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mes parents ont accueilli un étudiant étranger venant de Finlande l'année dernière. |
μαθητές, φοιτητέςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ενήλικος σπουδαστής, ενήλικη σπουδάστριαnom masculin |
φοιτητής που τιμάται με διάκριση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής
|
ώριμος φοιτητής(μεταφορικά) |
ανταλλαγή φοιτητώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φοιτητική ταυτότηταnom féminin Certains musées offrent une réduction sur présentation de la carte d'étudiant. |
μαθητής ηλικίας 16-18 ετών(France, Scolaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απόφοιτοςnom masculin |
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής
|
πρωτοετής(université) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πρωτοετής(πανεπιστήμιο) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les étudiants de première année de cette année viennent de plusieurs pays différents. Αυτή τη χρονιά οι πρωτοετείς κατάγονται από μια πλειάδα διαφορετικών χωρών. |
μεταπτυχιακός φοιτητής
Le cours s'adresse aux étudiants de premier et de troisième cycle universitaire. Το μάθημα είναι και για προπτυχιακούς και για μεταπτυχιακούς φοιτητές. |
φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικής
L'étudiant en physique en était aux dernières phases pour obtenir son doctorat. |
φοιτητής βιολογίας, φοιτήτρια βιολογίαςnom masculin et féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sur les cinq étudiants, trois étudient la biologie et deux étudient les mathématiques. |
μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια
|
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής
|
φοιτητής που προετοιμάζεται για εισαγωγή στην ιατρική(France, équivalent) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας
|
φοιτητής γλωσσολογίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταπτυχιακός(φοιτητής) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
φοιτητής χημείας, φοιτητής του χημικού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les étudiants en chimie de mon université sont toujours occupés à étudier parce qu'ils ont tant d'examens difficiles. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του étudiant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του étudiant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.