Τι σημαίνει το executive στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης executive στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του executive στο Αγγλικά.

Η λέξη executive στο Αγγλικά σημαίνει στέλεχος, το εκτελεστικό, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διοικητικός, εκπρόσωπος πωλήσεων, υπεύθυνος διαφήμισης, διευθύνων σύμβουλος, διευθύνων σύμβουλος, εκτελεστικό συμβούλιο, εκτελεστική εξουσία, εκτελεστική λειτουργία, διοικητικό στέλεχος, εκτελεστικό διάταγμα, συνοπτική παρουσίαση, εθνική εκτελεστική επιτροπή, υπεύθυνος πωλήσεων, υπεύθυνη πωλήσεων, ανώτερο διοικητικό στέλεχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης executive

στέλεχος

noun (businessperson)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eric has a good job; he's an executive with a big firm.
Ο Έρικ έχει καλή δουλειά, είναι στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία.

το εκτελεστικό

noun (government)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The executive passed a law forbidding discrimination.
Το εκτελεστικό πέρασε έναν νόμο που απαγόρευε τις διακρίσεις.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (suitable for important people)

Alison booked the hotel's executive suite.

διοικητικός

adjective (administrative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rita got the job because of her executive skills.

εκπρόσωπος πωλήσεων

noun (sales representative)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπεύθυνος διαφήμισης

noun (employee)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διευθύνων σύμβουλος

noun (high-ranking official)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The chief executive took responsibility for the company's poor performance.
Ο διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε την ευθύνη για τις χαμηλές επιδόσεις της εταιρείας.

διευθύνων σύμβουλος

noun (CEO: senior manager)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The firm is looking for a new chief executive officer.
Η εταιρεία αναζητά νέο διευθύνοντα σύμβουλο.

εκτελεστικό συμβούλιο

noun (administrative committee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The executive board of the company voted to increase their own salaries.

εκτελεστική εξουσία

noun (part of government)

The executive branch of the government can negotiate treaties with other countries.

εκτελεστική λειτουργία

noun (cognitive process)

διοικητικό στέλεχος

noun (officer with executive duties)

εκτελεστικό διάταγμα

noun (law)

συνοπτική παρουσίαση

noun (document that summarizes others)

εθνική εκτελεστική επιτροπή

noun (initialism (National Executive Committee) (κυβέρνηση ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπεύθυνος πωλήσεων, υπεύθυνη πωλήσεων

noun ([sb] who sells products)

Louisa works as a sales executive for an engineering company.

ανώτερο διοικητικό στέλεχος

noun (successful businessman)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του executive στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του executive

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.