Τι σημαίνει το official στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης official στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του official στο Αγγλικά.

Η λέξη official στο Αγγλικά σημαίνει επίσημος, επίσημος, επίσημος, αξιωματούχος, λειτουργός, επίσημος, εκλεγμένος, υπεύθυνος στην υπηρεσία μετανάστευσης, ανεπίσημος, επίσημη εργασία, επίσημη ανακοίνωση, επίσημη δήλωση, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, επίσημη γλώσσα, επίσημη γραμμή, νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος, δημόσιος υπάλληλος, εν μέρει επίσημος, ημιεπίσημος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης official

επίσημος

adjective (with authority)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Following the disaster an official investigation was announced.
Μετά την καταστροφή, διατάχθηκε επίσημη έρευνα.

επίσημος

adjective (formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Latin is the official language of the Roman Catholic Church.
Τα λατινικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

επίσημος

adjective (issued authoritatively)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An edict is an official decree by a king.
Το έδικτο είναι το επίσημο διάταγμα του βασιλιά.

αξιωματούχος, λειτουργός

noun (government employee)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A coroner is a state official.
Ο ανακριτής είναι αξιωματούχος (or: λειτουργός) του κράτους.

επίσημος

adjective (from government)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We all know the truth, but the official story is different!

εκλεγμένος

noun (person voted into office)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My opinion as an elected official differs from my personal opinion.

υπεύθυνος στην υπηρεσία μετανάστευσης

noun (officer administrating incoming foreigners)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανεπίσημος

adjective (unofficial, unauthorized)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίσημη εργασία

noun (professional matters or duties)

She is not here for casual conversation; she has official business to conduct.

επίσημη ανακοίνωση, επίσημη δήλωση

noun (statement, news release)

επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα

noun (language with legal status)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The United States of America has no official language. Canada Has two official languages, English and French.
Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά.

επίσημη γλώσσα

noun (words used on government documents)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Official language is often nothing more than double-speak and innuendo.

επίσημη γραμμή

noun (authorized or formal stance) (μεταφορικά)

νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος

noun (male: speaks on others' behalf)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company's official spokesman refused to comment.

δημόσιος υπάλληλος

noun (person working for government)

Police officers are public officials.

εν μέρει επίσημος

adjective (not fully authorized)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We're only a quasi-official body so we can do no more than advise you.

ημιεπίσημος

adjective (partly-authorized)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του official στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του official

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.