Τι σημαίνει το excuse στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης excuse στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του excuse στο Αγγλικά.

Η λέξη excuse στο Αγγλικά σημαίνει δικαιολογία, πρόφαση, υποψία, συγχωρώ, δικαιολογώ, απαλάσσω, απαλάσσω, παραλείπω, συγγνώμη, Συγγνώμη;, Συγγνώμη!, excuse-me, ανεπαρκής δικαιολογία, χαζή δικαιολογία, φτηνή δικαιολογία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης excuse

δικαιολογία

noun (explanation) (εξήγηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teacher was tired of his excuses for work not done.
Ο δάσκαλος βαρέθηκε τις δικαιολογίες του για τις εργασίες που δεν έκανε.

πρόφαση

noun (pretext)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used the mistletoe as an excuse to kiss her.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η χούντα κατέλυσε τη δημοκρατία, με πρόσχημα την προστασία της χώρας από την απειλή του κομμουνισμού.

υποψία

noun (informal, figurative (inadequate specimen) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You're an excuse for a man! I never want to see you again!
Τι υποψία άντρα! Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ.

συγχωρώ

transitive verb (pardon, forgive [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please excuse me. I didn't mean to step on your foot.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με συγχωρείς. Δεν ήξερα ότι θα έρθεις και δεν έχω τίποτα να σε κεράσω.

δικαιολογώ

transitive verb (justify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You cannot excuse bad behaviour.
Δεν μπορείς να δικαιολογείς την κακή συμπεριφορά.

απαλάσσω

transitive verb (exempt from [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was excused from gymnastics as he had sprained his ankle.
Απαλλάχθηκε από τη γυμναστική επειδή στραμπούλιξε τον αστράγαλό του.

απαλάσσω

transitive verb (often passive (exempt [sb] from [sth]) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As I am a fireman I wish you to excuse me from national service.
Καθώς είμαι πυροσβέστης, επιθυμώ να με απαλλάξετε από τη στρατιωτική θητεία.

παραλείπω

transitive verb (dispense with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will excuse the formalities and get right down to business.
Θα αφήσουμε κατά μέρος τις τυπικότητες και θα ξεκινήσουμε κατευθείαν τη δουλειά.

συγγνώμη

interjection (polite interruption)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Excuse me, where's the post office, please?
Συγγνώμη, που είναι το ταχυδρομείο παρακαλώ;

Συγγνώμη;

interjection (request to repeat)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Excuse me? I didn't quite catch what you said.
Με συγχωρείτε; Δεν κατάλαβα καλά τι είπατε.

Συγγνώμη!

interjection (ironic (indignance) (ειρωνικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well, excuse me! I won't bother asking you again!
Καλά ντε! Δεν θα μπω στον κόπο να σε ξαναρωτήσω!

excuse-me

noun (type of dance) (είδος χορού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ανεπαρκής δικαιολογία

noun (not convincing)

Ben offered a feeble excuse when his mom asked him why he was home so late.

χαζή δικαιολογία

noun (unconvincing attempt to justify)

Saying that your alarm clock didn't ring is a lame excuse for being this late. Dropping your cigarette is a lame excuse for crashing your car.

φτηνή δικαιολογία

noun (unconvincing attempt to justify)

He gave a poor excuse for his absence. Having a cold is a very poor excuse for missing five days of work.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του excuse στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του excuse

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.