Τι σημαίνει το manager στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης manager στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manager στο Αγγλικά.

Η λέξη manager στο Αγγλικά σημαίνει διευθυντής, διευθύντρια, προπονητής, προπονήτρια, μάνατζερ, manager, υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών, βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής, υπεύθυνος λογιστικού ελέγχου, υπεύθυνη λογιστικού ελέγχου, διευθυντής τραπεζικού καταστήματος, διευθυντής υποκαταστήματος, διευθύντρια υποκαταστήματος, brand manager, διευθυντής επιχείρησης, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός, υπεύθυνος εργοταξίου, διευθυντής, διευθύντρια, <div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, διαχειριστής βάσης δεδομένων, βοηθός διευθυντή, περιφερειακός διευθυντής, περιφερειακή διευθύντρια, φλορ μάνατζερ, floor manager, φλορ μάνατζερ, floor manager, προπονητής ποδοσφαίρου, προπονήτρια ποδοσφαίρου, γενικός διευθυντής, διευθυντής ξενοδοχείου, διαχειριστής επενδύσεων, διαχειρίστρια επενδύσεων, συνδιαχειριστής, junior manager, άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη, Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ, υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής, υπεύθυνος λειτουργίας, διευθυντής εμπορικού καταστήματος, διευθυντής καταστήματος, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, διευθυντής προϊόντος, διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής, project manager, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, διευθυντής εστιατορίου, διευθύντρια εστιατορίου, διευθυντής πωλήσεων, ανώτερο στέλεχος, εργοταξιάρχης, θεατρικός σκηνοθέτης, stage manager, διευθυντής καταστήματος, υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών, διαχείριση εργασιών, διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας, υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών, υποδιεθυντής, υποδιευθύντρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης manager

διευθυντής, διευθύντρια

noun (supervisor, director)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The manager had fifty people working under him.
Ο διευθυντής (or: μάνατζερ) είχε πενήντα άτομα υπό την εποπτεία του.

προπονητής, προπονήτρια

noun (sports coach)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The manager was sacked because the team lost too many games.
Ο προπονητής απολύθηκε γιατί η ομάδα είχε υπερβολικά πολλές ήττες.

μάνατζερ, manager

noun (showbusiness agent)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The pop star's manager is actually her greedy father.
Ο μάνατζερ της ποπ σταρ είναι στην πραγματικότητα ο άπληστος πατέρας της.

υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών

noun (looks after customers, accounts)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're hiring an account manager for the telecoms industry.

βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής

noun (deputy manager)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The assistant manager supports the general manager with the overall operation of the store.

υπεύθυνος λογιστικού ελέγχου, υπεύθυνη λογιστικού ελέγχου

noun (accountant who leads a check)

The Audit Manager is responsible for organizing and overseeing internal audits.

διευθυντής τραπεζικού καταστήματος

noun ([sb] who manages a bank branch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διευθυντής υποκαταστήματος, διευθύντρια υποκαταστήματος

noun (boss of company division)

Sarah is the branch manager of a bank.

brand manager

noun (in charge of brand promotions)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She is the brand manager for Kleenex tissues.

διευθυντής επιχείρησης

noun (director or supervisor)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The company is advertising for a business manager.

κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός

noun (social care advisor)

The case manager deals with the complex needs of clients.

υπεύθυνος εργοταξίου

noun (foreman, supervisor) (δομικό έργο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Construction managers supervise and direct operations on a construction project.

διευθυντής, διευθύντρια

noun (leader of a business organization)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Corporate managers are always looking for new ways to make money.

<div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

noun (software: manipulates data)

A database manager can be used by professionals to decrease the administration of a database.

διαχειριστής βάσης δεδομένων

noun (person: maintains data) (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company is currently recruiting for the position of database manager.

βοηθός διευθυντή

noun (assistant manager)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The deputy manager is part of the company's senior management team.

περιφερειακός διευθυντής, περιφερειακή διευθύντρια

noun (manager overseeing a district)

φλορ μάνατζερ, floor manager

noun ([sb] directing production staff)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φλορ μάνατζερ, floor manager

noun (stage manager of TV show)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προπονητής ποδοσφαίρου, προπονήτρια ποδοσφαίρου

noun (soccer: trainer, manager)

γενικός διευθυντής

noun (supervisor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The general manager of a baseball team approves all of the hiring decisions.

διευθυντής ξενοδοχείου

noun ([sb] who runs a hotel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We were very impressed when the hotel manager personally escorted us to our suite.

διαχειριστής επενδύσεων, διαχειρίστρια επενδύσεων

noun (financial advisor)

The Investment Manager is responsible for carrying out all day-to-day investment decisions.

συνδιαχειριστής

noun (shares authority, responsibility)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brian and Phil are joint managers of the company.

junior manager

noun (low-level director or coordinator)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The company has organized a training session for all its junior managers.

άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη

noun (immediate supervisor)

Chris will be your line manager on this project.
Ο Κρις θα είναι ο άμεσος προϊστάμενός σου σ' αυτό το έργο.

Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ

noun (director of promotional activities)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Marketing Manager has responsibility for the planning and execution of marketing campaigns.

υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής

noun (employee in charge of office personnel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The office manager made it clear she was not a secretary, not even an executive secretary.

υπεύθυνος λειτουργίας

noun (business director)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The Operations Manager has the authority to hire staff.

διευθυντής εμπορικού καταστήματος, διευθυντής καταστήματος

noun ([sb] who oversees a retail operation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The outlet manager must ensure that the store maximizes its profitability.

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

noun (head of Human Resources department)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I sent my CV and a covering letter to the personnel manager.

διευθυντής προϊόντος

noun ([sb] who oversees product development)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The product manager needs to work closely with the sales force.

διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής

noun (supervises manufacture)

The Production Manager is the most important person in the Production Department.

project manager

noun ([sb] who oversees project plan)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The project manager must make sure that the project is completed on time.

κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια

noun (estate agent)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The property manager will handle rent collection for the property.

διευθυντής εστιατορίου, διευθύντρια εστιατορίου

noun (in charge of a restaurant)

The restaurant manager is responsible for managing all functions of the restaurant.

διευθυντής πωλήσεων

noun (leader of a sales team)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sales manager let the employees go home early.

ανώτερο στέλεχος

noun (high-level executive)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The senior manager received a large bonus for good performance. The senior managers control key aspects of business.

εργοταξιάρχης

noun (supervisor of a building site) (υπεύθυνος εργοταξίου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The Site Manager is responsible for making sure that construction is completed within agreed timelines.

θεατρικός σκηνοθέτης

noun (theatre director)

The stage manager has to do many tasks during the production of a show.

stage manager

noun (manager of a show)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διευθυντής καταστήματος

noun ([sb] who runs a shop)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The clerk wouldn't give me a refund so I asked to speak to the store manager.

υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών

noun (business purchaser)

The Supply Manager plays a key role in developing product supply strategies.

διαχείριση εργασιών

noun (® (computing: software application) (πληροφορική: ΤΜ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You can use Task Manager to start and stop programs.

διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας

noun ([sb] who leads a group)

Will has been appointed Team Manager.

υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών

noun (good transport)

The traffic manager is responsible for monitoring cargo handling activities.

υποδιεθυντής, υποδιευθύντρια

noun (deputy director)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Theresa is applying for the position of vice manager.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manager στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του manager

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.