Τι σημαίνει το exercise στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exercise στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exercise στο Αγγλικά.

Η λέξη exercise στο Αγγλικά σημαίνει άσκηση, γυμναστική, γυμναστική, άσκηση, άσκηση, εξάσκηση, χρήση, άσκηση, γυμνάζομαι, ασκούμαι, ασκώ, τελετή, εξασκώ, βγάζω βόλτα, αερόβια άσκηση, στατικό ποδήλατο, τετράδιο μαθητή, βιβλίο ασκήσεων, όργανο γυμναστικής, στρώμα γυμναστικής, πρόγραμμα άσκησης, καλή άσκηση, καλή γυμναστική, άσκηση σε στρώμα, σωματική άσκηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exercise

άσκηση, γυμναστική

noun (uncountable (physical activity) (σωματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Exercise, such as running, is good for your health.
Η άσκηση (or: γυμναστική), όπως για παράδειγμα το τρέξιμο, κάνει καλό στην υγεία.

γυμναστική

noun (often plural (physical movement for fitness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I do my exercises before I take my morning shower.
Κάνω τη γυμναστική μου πριν κάνω το πρωινό μου ντους.

άσκηση

noun (mental activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chess is an exercise for the mind.
Το σκάκι είναι άσκηση για το μυαλό.

άσκηση

noun (training, homework)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The student did geometry exercises after school.
Ο μαθητής έλυσε ασκήσεις γεωμετρίας μετά το σχολείο.

εξάσκηση

noun (project, endeavor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Writing short stories was an exercise in technique for the author.
Για τον συγγραφέα, το γράψιμο διηγημάτων ήταν εξάσκηση της τεχνικής του.

χρήση

noun (uncountable (application, use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The exercise of military power is more common than I would like.
Η χρήση στρατιωτικής ισχύος είναι για μένα πιο συχνή από όσο θα έπρεπε.

άσκηση

plural noun (military)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The American and Korean militaries held joint exercises off the coast of Korea.
Οι στρατοί της Αμερικής και της Κορέας εκτέλεσαν κοινές ασκήσεις στα ανοιχτά της ακτής της Κορέας.

γυμνάζομαι, ασκούμαι

intransitive verb (do physical activity) (σωματικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She exercises three times a week.
Γυμνάζεται (or: ασκείται) τρεις φορές την εβδομάδα.

ασκώ

transitive verb (use, call upon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The citizen exercised his right to vote.
Ο πολίτης άσκησε το δικαίωμά του να ψηφίζει.

τελετή

plural noun (US (ceremony)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their wedding exercises will take place in June.
Η τελετή του γάμου τους θα γίνει τον Ιούνιο.

εξασκώ

transitive verb (use part of the body vigorously)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The singer exercised his vocal chords daily.
Ο τραγουδιστής εξασκούσε τις φωνητικές του χορδές καθημερινά.

βγάζω βόλτα

transitive verb (animal: allow physical activity) (ζώο για να κινηθεί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I need to go exercise the dog. There is a field that he can run around in.
Πρέπει να βγάλω βόλτα τον σκύλο. Υπάρχει ένα χωράφι στο οποίο μπορεί να τρέξει.

αερόβια άσκηση

noun (physical activity)

στατικό ποδήλατο

noun (informal (exercise machine like a bicycle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I do 20 minutes on my exercise bike every morning.

τετράδιο μαθητή

noun (UK (school notebook)

βιβλίο ασκήσεων

noun (US (book with exercises for students to do)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όργανο γυμναστικής

noun (gym equipment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρώμα γυμναστικής

noun (padded safety surface)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My gym requires all particpants in yoga classes to bring their own exercise mats to class with them.

πρόγραμμα άσκησης

noun (systematic physical workout)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mrs. Peabody hired a personal trainer to create an exercise routine just for her.

καλή άσκηση, καλή γυμναστική

noun (activity encouraging fitness)

άσκηση σε στρώμα

noun (gymnastic activity done on floor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the mat exercise, she did five handsprings.

σωματική άσκηση

noun (bodily activity: sports, etc.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exercise στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του exercise

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.