Τι σημαίνει το exigeant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exigeant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exigeant στο Γαλλικά.

Η λέξη exigeant στο Γαλλικά σημαίνει απαιτητικός, αυστηρός, απαιτητικός, απαιτητικός, απαιτητικός, πιεστικός, επίμονος, απαιτητικός, σχολαστικός, λεπτολόγος, απαιτώ, απαιτώ, γίνομαι απαιτητός, ζητώ, απαιτώ, πρέπει, απαιτώ, διατάζω, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, καλώ κπ να κάνει κτ, απαιτώ, μη απαιτητικός, ολιγαρκής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exigeant

απαιτητικός, αυστηρός

adjectif (personne) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαιτητικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Être à la tête d'un pays est un rôle exigeant.
Το να είσαι αρχηγός μιας χώρας είναι μια απαιτητική δουλειά.

απαιτητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le professeur exigeant ne tolérait aucune faute venant de ses élèves.
Η απαιτητική δασκάλα δεν δεχόταν κανένα λάθος απ' τους μαθητές της.

απαιτητικός

(fatigant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce parcours de randonnée est éprouvant : on devrait peut-être commencer par un plus facile.
Αυτό το μονοπάτι είναι απαιτητικό, ίσως θα πρέπει να δοκιμάσουμε ένα πιο εύκολο για αρχή.

πιεστικός, επίμονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je n'arrivais pas à me débarrasser de ce vendeur un peu trop insistant.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Τζέμμα πάντα θέλει να γίνεται το δικό της και δεν ακούει κανέναν άλλο. Είναι τόσο πιεστική.

απαιτητικός

(objet) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette voiture coûte cher en entretien et doit souvent être révisée.

σχολαστικός, λεπτολόγος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mère de John était très exigeante sur la façon dont celui-ci devait faire ses tâches ménagères.

απαιτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαιτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il exige de la loyauté de la part de ses ouvriers.
Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του.

γίνομαι απαιτητός

verbe transitif (paiement d'une dette)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le paiement de la dette pouvait être exigé à tout moment.
Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή.

ζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sénateur a demandé une enquête complémentaire.

απαιτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La diva a réclamé des vases de roses dans sa loge.
Η ντίβα είχε την απαίτηση να υπάρχουην βάζα με τριαντάφυλλα στο καμαρίνι της.

πρέπει

(nécessité)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu devras être là avant le début du film.
Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο.

απαιτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette tâche exige un niveau élevé de concentration.
Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης.

διατάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La reine demandait à ses sujets de faire la révérence.
Η βασίλισσα έδωσε διαταγή στους υπηκόους της να υποκλιθούν.

επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ

verbe transitif (σε απαίτηση για κτ)

Les grévistes réclament de plus hauts salaires.
Οι απεργοί απαιτούν υψηλότερους μισθούς.

καλώ κπ να κάνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απαιτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μη απαιτητικός

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολιγαρκής

locution adjectivale (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai la chance d'avoir une copine peu exigeante.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exigeant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του exigeant

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.