Τι σημαίνει το experiment στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης experiment στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του experiment στο Αγγλικά.

Η λέξη experiment στο Αγγλικά σημαίνει πείραμα, πείραμα, πείραμα, πειραματίζομαι, πειραματίζομαι, πειραματίζομαι, κάνω πειράματα, πειραματίζομαι, δοκιμάζω, τυφλή δοκιμή, πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα, εργαστηριακό πείραμα, νοητικό πείραμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης experiment

πείραμα

noun (scientific)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is an experiment taking place in the laboratory.
Στο εργαστήριο διεξάγεται ένα πείραμα.

πείραμα

noun (test)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The house was built as an experiment to see if living ecologically was really possible.
Το σπίτι χτίστηκε ως δοκιμή για να διαπιστωθεί αν το να ζει κανείς οικολογικά ήταν πράγματι εφικτό.

πείραμα

noun (attempt, trial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I haven't tried this recipe before, so it's an experiment; I'm not sure how it will turn out.
Δεν έχω δοκιμάσει αυτή τη συνταγή, οπότε αποτελεί πείραμα. Δεν είμαι σίγουρη για το πως θα βγει.

πειραματίζομαι

intransitive verb (scientifically)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The scientists are experimenting to see if they can find a cure for this disease.
Οι επιστήμονες πειραματίζονται για να δουν αν μπορούν να βρουν μια θεραπεία γι' αυτή την ασθένεια.

πειραματίζομαι

intransitive verb (try different things)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Glenn likes to experiment in the kitchen.
Στον Γκλεν αρέσει να πειραματίζεται στην κουζίνα.

πειραματίζομαι

(test things) (με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The doctor is experimenting with different drug combinations to find the right treatment for the patient.

κάνω πειράματα

(use subjects to test [sth]) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scientists often experiment on animals before giving new drugs to human subjects.

πειραματίζομαι, δοκιμάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (try, experience: drugs, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυφλή δοκιμή

noun (test: information is withheld)

πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα

verbal expression (test [sth] scientifically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργαστηριακό πείραμα

noun (test carried out in a laboratory)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The chemistry exam will consist of a written paper and a laboratory experiment.

νοητικό πείραμα

noun (hypothetical study or question)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του experiment στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του experiment

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.