Τι σημαίνει το experience στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης experience στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του experience στο Αγγλικά.

Η λέξη experience στο Αγγλικά σημαίνει εμπειρία, πείρα, εμπειρία, εμπειρία, πείρα, περιπέτεια, αισθάνομαι, νιώθω, ζω, εμπειρία του πελάτη, γευστική εμπειρία, μοναδική εμπειρία, εκ πείρας, από εμπειρία, εκ πείρας, από εμπειρία, μαθαίνω εμπειρικά/πρακτικά, μαθαίνω από πρώτο χέρι, μυστικιστική εμπειρία, επιθανάτια εμπειρία, νέα εμπειρία, καινούρια εμπειρία, εξωσωματική εμπειρία, με βάση την εμπειρία μου, εμπειρία της άγριας φύσης, πρακτική, εργασιακή εμπειρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης experience

εμπειρία, πείρα

noun (perceptions over time) (μέσα στον χρόνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our experience has been that people don't pay unless we send them reminders.
Η εμπειρία (or: πείρα) μας λέει ότι κανένας δεν πληρώνει αν δεν στείλουμε υπενθυμίσεις πληρωμής.

εμπειρία

noun (personal event) (προσωπικό γεγονός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My divorce was a very difficult experience.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ένα τραυματικό βίωμα σε παιδική ηλικία μπορεί να σημαδέψει το άτομο.

εμπειρία, πείρα

noun (knowledge) (γνώσεις)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has had a lot of experience working with prisoners. It is better to learn by experience than from books.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει μεγάλη εμπειρία (or: πείρα) στη διδασκαλία παιδιών με ειδικές ανάγκες.

περιπέτεια

noun (event: adventure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My trip round the world was quite an experience.
Ο γύρος του κόσμου που έκανα ήταν αληθινή περιπέτεια.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (emotion, sensation: feel) (σωματική αίσθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm experiencing a lot of pain in my knee.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές.

ζω

transitive verb (undergo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She experienced the worst time of her life in that prison. The country is experiencing an unprecedented economic boom.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

εμπειρία του πελάτη

noun (consumer satisfaction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γευστική εμπειρία

noun (enjoyment of a meal) (αναφορά στο φαγητό)

Eating in a five-star restaurant makes for a memorable dining experience.

μοναδική εμπειρία

noun (figurative (rare and special event)

εκ πείρας, από εμπειρία

adverb (having experienced it oneself)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She knew from experience that the relationship was going nowhere.

εκ πείρας, από εμπειρία

adverb (having experienced it myself)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μαθαίνω εμπειρικά/πρακτικά

verbal expression (gain practical understanding)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter how many education classes you take, as a teacher you will primarily learn by experience in the classroom.

μαθαίνω από πρώτο χέρι

verbal expression (discover at first hand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you won't listen to me, I guess you'll just have to learn by experience.

μυστικιστική εμπειρία

noun (spiritual encounter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Science can often provide ordinary explanations for what other people believe are mystical experiences.

επιθανάτια εμπειρία

noun (coming close to death)

νέα εμπειρία, καινούρια εμπειρία

noun ([sth] one has never before seen, heard, etc.)

εξωσωματική εμπειρία

noun (neurological sensation)

με βάση την εμπειρία μου

adverb (informal (what I have learned personally is that)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εμπειρία της άγριας φύσης

noun (holiday in a remote place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρακτική

noun (temporary job placement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All students on the course undertake a period of work experience.

εργασιακή εμπειρία

noun (US (professional experience)

To apply for the position, please provide a detailed description of your work experience.
Για να υποβάλετε αίτηση για τη θέση, παρακαλώ περιγράψτε αναλυτικά την εργασιακή εμπειρία σας.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του experience στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του experience

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.