Τι σημαίνει το expor στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης expor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expor στο πορτογαλικά.

Η λέξη expor στο πορτογαλικά σημαίνει εκθέτω, αποκαλύπτω, δείχνω, εκθέτω, εκθέτω, αποκαλύπτω, φανερώνω, εκθέτω κπ σε κτ, εκθέτω, αφήνω κτ εκτεθειμένο, αφήνω κτ εκτεθειμένο, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, εκθέτω, παρουσιάζω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταφέρω, θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο, τοποθετώ, κάνω ρεζίλι, εκθέτω προϊόντα, πλασάρω, ξετυλίγω, αναπτύσσω, εκφράζω, αποκαλύπτω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αποκαλύπτω, αποκαλύπτω, προτείνω, αποκαλύπτω, αποκαλύπτω, εκθέτω, αποκαλύπτω, παρουσιάζω, εκθέτω, εκθέτω, στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό, προβάλλω, προβάρω, διατρέχω, υπερεκθέτω, εκθέτω στον ήλιο, υπερεκθέτω, διαπομπεύω, φλερτάρω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης expor

εκθέτω

verbo transitivo (κτ/κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O empregador forneceu equipamento de proteção a seus funcionários, pois o trabalho os expunha a químicos nocivos.
Ο εργοδότης προμήθευσε τους εργαζόμενους με προστατευτικό εξοπλισμό καθώς η δουλειά τους εξέθετε σε βλαβερές χημικές ουσίες.

αποκαλύπτω, δείχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O vestido de Jane expõe seus ombros.
Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της.

εκθέτω

verbo transitivo (o filme da câmera: à luz)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O fotógrafo expôs o filme por um longo tempo para dar a ele um efeito desbotado.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το πόση ώρα θα εκθέσουμε ένα φιλμ στο φως καθορίζει και το αποτέλεσμα της τελικής εικόνας.

εκθέτω

verbo transitivo (o filme da câmera: à luz) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim expôs o filme à luz.
Ο τζιμ εξέθεσε το φιλμ στο φως.

αποκαλύπτω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O delator expôs os crimes da empresa.
Η πληροφοριοδότης αποκάλυψε τα παραπτώματα της εταιρείας.

εκθέτω κπ σε κτ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom queria expôr seu filho ao mundo real.
Ο Τομ ήθελε να εκθέσει τον γιο του στον πραγματικό κόσμο.

εκθέτω

verbo transitivo (καποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A amiga de Alison a expôs a alguns maus hábitos.

αφήνω κτ εκτεθειμένο

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O software antivírus de Erin estava desatualizado, o que expunha seu computador.

αφήνω κτ εκτεθειμένο

verbo transitivo (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ao clicar no anúncio pop-up, Fred expôs seu computador a um vírus cavalo de troia.

αποκαλύπτω, γνωστοποιώ

verbo transitivo (revelar algo secreto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devíamos expor essas ações escandalosas.

εκθέτω, παρουσιάζω

verbo transitivo (idéia, teoria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O palestrante sabe como expor suas teorias.
Ο ομιλητής ξέρει πώς να μεταφέρει τις θεωρίες του.

θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τοποθετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O curador expôs a gema na entrada do museu.
Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου.

κάνω ρεζίλι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O marido da Joan ficou bêbado e a expôs na frente dos outros convidados.
Ο σύζυγος της Τζοάν μέθυσε και την έκανε ρεζίλι μπροστά στους άλλους καλεσμένους.

εκθέτω προϊόντα

verbo transitivo (por em exposição)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Geralmente, nós expomos no festival de jardinagem da cidade.
Συνήθως εκθέτουμε τα προϊόντα μας στο φεστιβάλ κήπου του δήμου.

πλασάρω

verbo transitivo (tentar vender) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Normalmente os fabricantes expõem suas mercadorias em mercados específicos.
Οι παραγωγοί συνήθως πλασάρουν το προϊόν τους σε συγκεκριμένες αγορές.

ξετυλίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναπτύσσω

verbo transitivo (falar longamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκφράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os estudantes foram até o diretor para expor as suas queixas.
Οι μαθητές πήγαν στον διευθυντή για να εκφράσουν τα παράπονά τους.

αποκαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαλύπτω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Em pouco tempo, a verdade será revelada para todos.
Σύντομα, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί (or: φανερωθεί) σε όλους.

αποκαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο ομιλητής αποκάλυψε ότι ήταν εκείνος ο συγγραφέας της επίμαχης έκθεσης.

αποκαλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Após horas de interrogatório, o bandido finalmente revelou o esconderijo onde deixara as joias roubadas.
Έπειτα από ώρες ανάκρισης, ο κλέφτης τελικά αποκάλυψε την κρυψώνα όπου είχε αφήσει τα κλεμμένα κοσμήματα.

προτείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O processo expôs a prova que ele continha contra o acusado.
Οι κατήγοροι αποκάλυψαν τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν εναντίον του κατηγορουμένου.

αποκαλύπτω

verbo transitivo (ταυτότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκθέτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os curadores exibiram as pinturas de Dalí no museu.
Ο έφοροι εξέθεσαν τους πίνακες του Νταλί στο μουσείο.

αποκαλύπτω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa revelou que perdera dinheiro na transação.
Η εταιρεία αποκάλυψε πως είχε χάσει λεφτά από τη συμφωνία.

παρουσιάζω

verbo transitivo (uma ideia) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deixe-me apresentar a minha teoria.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη θεωρία μου.

εκθέτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A gerência exibiu as informações no saguão de entrada.
Η διεύθυνση ανάρτησε τις πληροφορίες στον διάδρομο.

εκθέτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vão exibir (or: expor) os primeiros quadros dele na galeria no mês que vem.
Θα εκθέσουν τα πρώτα έργα του στην γκαλερί τον επόμενο μήνα.

στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό

(uma cena)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έστησε το σκηνικό για το κοινό με την περιγραφή του.

προβάλλω

verbo transitivo (exibir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela gosta de expôr sua porcelana na sala de desenho.

προβάρω

verbo transitivo (roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ας προβάρουμε αυτό το πουλόβερ σε εκείνο το μανεκέν.

διατρέχω

(pôr-se em risco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não queremos correr o risco de sermos processados.

υπερεκθέτω

locução verbal (fotogr.: à luz)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκθέτω στον ήλιο

(για επεξεργασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερεκθέτω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαπομπεύω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φλερτάρω με κτ

(figurado, irônico) (μεταφορικά: ρισκάρω)

O governo flertava com o desastre, não se preparando para furacões.
Η κυβέρνηση φλέρταρε με την καταστροφή, καθώς δεν είχε λάβει μέτρα προστασίας ενάντια στους τυφώνες.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.