Τι σημαίνει το fausse στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fausse στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fausse στο Γαλλικά.

Η λέξη fausse στο Γαλλικά σημαίνει διαστρεβλώνω, διαστρέφω, στρεβλώνω, παραποιώ, διαμορφώνω, διαστρέβλωση, αλλοιωμένος, διαστρεβλωμένος, λάθος, ψευτο-, ψευδο-, εσφαλμένος, λανθασμένος, λανθασμένος, εσφαλμένος, διαστρεβλωμένος, στρεβλός, βεβιασμένος, απάτη, προκατειλημμένος, ανειλικρινής, ψεύτικος, ψεύτικος, πλαστός, προσποιητός, απομίμηση, προκατειλημμένος, ψεύτικος, ψευδής, πλαστός, ψευδής, αναληθής, αναληθής, ψεύτικος, φο, ψευδής, ψεύτικος, αναληθής, ψεύτικος, εκτός τόνου, μαϊμού, πλαστός, ψεύτικος, ψεύτικος, προσποιητός, εξαπατημένος, παραπλανημένος, ετεροζυγωτικός, παράφωνος, φάλτσος, παράτονος, προσποιητός, ψεύτικος, ψεύτικος, πλαστός, ψεύτικος, πλαστός, ψεύτικος, λάθος, ψεύτικος, αντίγραφο, ψεύτικος, λανθασμένος, λάθος, ψεύτικος, ψεύτικος, αποκλίνω, παράφωνος, πλαστός, υποκριτικός, λανθασμένος, λανθασμένος, εσφαλμένος, ανειλικρινής, υποκριτικός, ανειλικρινής, υποκατάστατος, ψεύτικος, πλαστός, κίβδηλος, φάλτσος, παράφωνα, φάλτσα, παράτονα, φάλτσα, δρεπάνι, εκτός τόνου, σε δυσαρμονία, απομίμηση, μαϊμού, ψευτικός, πλαστός, απομίμηση, πλαστογραφία, απομίμηση, που τον έχουν μαγειρέψει, χωρίς χιούμορ, παράφωνα, ψεύτικος, εσφαλμένος, λανθασμένος, τεχνητός, πλαστός, πλασματικός, ξεφεύγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fausse

διαστρεβλώνω, διαστρέφω, στρεβλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le journaliste a déformé les propos de l'homme politique.
Ο δημοσιογράφος διαστρέβλωσε τα λόγια του πολιτικού.

παραποιώ

verbe transitif (des données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les chercheurs ont sélectionné leurs sujets de recherche minutieusement dans le but de fausser les statistiques et d'obtenir les résultats qu'ils désiraient.
Οι ερευνητές επέλεξαν προσεκτικά τα αντικείμενα της μελέτης για να παραποιήσουν τα στατιστικά στοιχεία και να έχουν το αποτέλεσμα που ήθελαν.

διαμορφώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avoir connu la guerre faussait sa vision du monde.
Η εμπειρία του στον πόλεμο διαμόρφωσε την αντίληψή του για τον κόσμο.

διαστρέβλωση

(des données) (μεταφορικά: παραμόρφωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La technique d'échantillonnage avait faussé les données.

αλλοιωμένος, διαστρεβλωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

λάθος

(réponse,...)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
C'est une mauvaise réponse.
Αυτή είναι η λάθος απάντηση. // Έχεις πιάσει λάθος άνθρωπο!

ψευτο-, ψευδο-

(préfixe)

εσφαλμένος, λανθασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La communauté académique a ostracisé le professeur pour son article erroné.

λανθασμένος, εσφαλμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διαστρεβλωμένος, στρεβλός

(figuré) (γεγονότα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leur récit de l'accident était déformé par leurs intentions.

βεβιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les lignes de l'acteur semblaient trop forcées et le producteur dut les changer.
Τα λόγια του ηθοποιού ακούγονταν βεβιασμένα και έτσι ο παραγωγός έπρεπε να τα αλλάξει.

απάτη

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Τους παρουσίασαν έναν ψεύτικο λογαριασμό για εργασίες που δεν εκτελέστηκαν ποτέ.

προκατειλημμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les enfants ont fait un récit mensonger de ce qu'ils avaient vu.
Τα παιδιά έδωσαν ψεύτικη περιγραφή γι' αυτό που είχαν δει.

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος, πλαστός, προσποιητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne me suis pas laissé berner par son feint sourire.

απομίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La montre n'était pas une vraie Gucci, c'était un fausse.

προκατειλημμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ψεύτικος, ψευδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils ont recours à une lampe spécifique pour identifier la fausse monnaie.
Χρησιμοποιούν ένα ειδιικό φως για να αναγνωρίσουν τα πλαστά χρήματα.

ψευδής, αναληθής

(affirmation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le témoin fit une fausse déclaration et fut arrêté pour parjure.
Η μάρτυρας έδωσε ψευδή κατάθεση και τη συνέλαβαν για ψευδορκία.

αναληθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Claire a admis que l'une des choses qu'elle avait dites était fausse.
Η Κλάρα παραδέχτηκε ότι υπήρχε κάτι απ' όλα όσα είχε πει, το οποίο ήταν αναληθές.

ψεύτικος, φο

adjectif (bijou) (κοσμήματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était une broche en faux diamant, mais personne ne le savait.

ψευδής, ψεύτικος, αναληθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'enquêteur n'a offert aucune preuve pour ses fausses allégations.
Αυτός που έκανε την έρευνα δεν προσέφερε κανένα στοιχείο για τους ψευδείς ισχυρισμούς του.

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je crois que ses cils sont faux.
Νομίζω πως οι βλεφαρίδες της είναι ψεύτικες.

εκτός τόνου

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elena chantait faux et sa voix paraissait éreintée.

μαϊμού

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

πλαστός, ψεύτικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laura est allée au salon de beauté se faire poser de faux ongles.
Η Λώρα έβαλε ψεύτικα νύχια στο κομμωτήριο.

προσποιητός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il m'a regardé avec l'un de ses faux sourires habituels.

εξαπατημένος, παραπλανημένος

(το άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Το γεγονός ότι ο Ντόναλντ είχε παραπλανηθεί και πίστευε ότι η γυναίκα του είναι ειλικρινής έκανε πολλούς να γελάνε πίσω από την πλάτη του.

ετεροζυγωτικός

adjectif (jumeaux)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράφωνος, φάλτσος, παράτονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry chantait faux et c'est devenu gênant après quelques mesures seulement.

προσποιητός, ψεύτικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος, πλαστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλαστός, ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il n'a pas fallu longtemps au jury pour voir que les qualifications du candidat étaient fausses.
Η επιτροπή δεν άργησε να καταλάβει πως τα πτυχία του υποψηφίου ήταν πλαστά.

λάθος

(idée)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Peter avait la fausse impression que son poste était à l'abri.
Ο Πήτερ είχε τη λανθασμένη εντύπωση πως η θέση εργασίας του ήταν ασφαλής.

ψεύτικος

(κοσμήματα, γούνες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne vous laissez pas berner par cet énorme diamant, c'est un faux.

αντίγραφο

(με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ces fausses armes font souvent illusion auprès des forces de l'ordre.

ψεύτικος

(matière)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Katie portait un collier de fausses perles et un boa en vraies plumes d'autruche.
Η Κέιτι φορούσε ένα κολιέ από ψεύτικα μαργαριτάρια και ένα μποά φτιαγμένο από αληθινά φτερά στρουθοκαμήλου.

λανθασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ses calculs étaient faux à la centaine près. Je ne sais pas ce que tu as fait, mais ça me semble faux.
Δεν είμαι σίγουρη τι κάνεις εδώ, αλλά μου φαίνεται λάθος.

λάθος

adjectif

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tu ne me dis pas la vérité. Arrête de me donner de faux renseignements.
Δεν είσαι ειλικρινής. Σταμάτα να μου δίνεις λάθος πληροφορίες.

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le garçon a un faux téléphone avec lequel il joue.
Το αγόρι έχει ένα τηλέφωνο-παιχνίδι με το οποίο παίζει.

ψεύτικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les soldats utilisaient de fausses munitions lors de l'entraînement.
Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν ψεύτικα πυρομαχικά για την εκπαιδευτική άσκηση.

αποκλίνω

(erroné)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tes calculs sont faux d'à peu près 50 kilos.
Οι υπολογισμοί σου είναι λανθασμένοι κατά εκατό λίρες περίπου.

παράφωνος

(Musique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa voix était fausse (or: trop basse) et c'était vraiment horrible.

πλαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υποκριτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λανθασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

λανθασμένος, εσφαλμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Vous avez donné trois réponses incorrectes (or: inexactes, erronées) dans le test.
Είχες τρεις λάθος απαντήσεις στο τεστ.

ανειλικρινής

(personne) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle s'est montré tellement malhonnête que je ne pourrai plus jamais lui faire confiance.
Ήταν τόσο ανειλικρινής, που δε νομίζω πως θα μπορέσω ποτέ ξανά να την εμπιστευτώ.

υποκριτικός, ανειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'excuse de l'employé n'était pas sincère.

υποκατάστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet ersatz (or: Ce succédané) de beurre n'a absolument pas le goût du vrai beurre.

ψεύτικος, πλαστός, κίβδηλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φάλτσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράφωνα, φάλτσα, παράτονα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On ne veut pas de moi dans la chorale de l'église parce que je chante faux.

φάλτσα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δρεπάνι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'herbe était tellement haute qu'Edwin a dû utiliser une faux pour la couper.

εκτός τόνου

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu chantes faux comme une casserole.

σε δυσαρμονία

adverbe (Musique)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

απομίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le diamant avait l'air vrai, mais était un faux.
Το διαμάντι έμοιαζε αληθινό αλλά ήταν απομίμηση.

μαϊμού

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce n'est pas un vrai sac de marque mais un faux bon marché.

ψευτικός, πλαστός

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce n'est pas l'original : c'est un faux.

απομίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλαστογραφία

(κάτι πλαστό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αυτή η επιταγή είναι πλαστογραφία· δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις!

απομίμηση

(illégal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce n'était pas une antiquité mais une contrefaçon moderne.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κείμενο δεν ήταν γνήσιο, αλλά πλαστογράφημα.

που τον έχουν μαγειρέψει

(figuré, familier) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς χιούμορ

adjectif (rire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράφωνα

adverbe (Musique)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il chante toujours faux (or: trop bas).

ψεύτικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εσφαλμένος, λανθασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τεχνητός, πλαστός, πλασματικός

adjectif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεφεύγω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne peux pas semer la police !
Δεν μπορώ να ξεφύγω από την αστυνομία.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fausse στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fausse

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.