Τι σημαίνει το fer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fer στο Γαλλικά.

Η λέξη fer στο Γαλλικά σημαίνει σίδηρος, σίδηρος, σίδηρος, σίδερο, μπαστούνι του γκολφ, πυρακτωμένο σίδερο, πυροσφραγίδα, σίδερο, κασσίτερος, σιδηροκατασκευές, λευκοσίδηρος, τενεκεδένια σκεύη, πάτερ, putter, σιδηρόδετος, με σιδηρά πυγμή, σύρμα, σιδηρόδρομος, πέταλο, αιχμή, σίδερο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σίδερο ισιώματος, αυστηρότητα, επικασσιτερωμένος σίδηρος, σιδηρά πυγμή, εξέχουσα προσωπικότητα, μπρα ντε φερ, σίδερο για μπούκλες, σίδερο ισιώματος μαλλιών, Σιδηρούν Παραπέτασμα, ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα, σιδηροδρομική γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, καυτό σίδερο, καλή φυσική κατάσταση, λαμαρίνα, σφυρήλατο σίδερο, αυστηρή πειθαρχία, σιδηρομετάλλευμα, εργαλείο κασσιτεροκόλλησης, σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές, σύρμα, πεταλοειδής αψίδα, σιδηρά παρθένος, μάχη για την εξουσία, ναύλωση σιδηροδρόμου, τσίγκινο παιχνίδι, σιδηροσκώληκας, ψαλίδι, φύλλο λευκοσιδήρου, σίδερο ατμού, αγκαθωτό συρματόπλεγμα, υπόγειο σύστημα διαφυγής σκλάβων, ράβδος Τ, ψαλίδι για μπούκλες, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, αμετάπειστος, ανένδοτος, σιδηρόδρομος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σιδηρούν παραπέτασμα, ιδεολογικό χάσμα, παιχνίδι με σκοπό να πετύχουν οι παίκτες το στόχο με ένα πέταλο, αγροτική οδός, τριγωνικός, από σφυρήλατο σίδερο, ηγούμαι, πλακοειδής, σιδηροδρομική εταιρία, ψαλίδι, δυνατός, ισχυρός, μεταλλικό δοχείο, μεταλλικό κουτί, ισχυρός, δυνατός, πέταλο, σιδηροδρομικός οργανισμός, μηχανή για πλισέ, επιμολυβδωμένο και επικασσιτερωμένο φύλλο από χάλυβα, φύλλο από χάλυβα με μολυβδοκασσίτερο, σχοινοβασία, πέταλο, κατσαρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fer

σίδηρος

nom masculin (Chimie) (το χημικό στοιχείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fe est le symbole chimique du fer.
Fe είναι το χημικό σύμβολο για το σίδηρο.

σίδηρος

nom masculin (métal) (μέταλλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'était en fer forgé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα κάγκελα στο μπαλκόνι είναι φτιαγμένα από σίδερο.

σίδηρος

nom masculin (oligoélément) (ιατρική: αγωγή για την αναιμία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
On lui a donné un traitement à base de fer pour son anémie.
Ξεκίνησε μια θεραπευτική αγωγή με σίδηρο για την αναιμία.

σίδερο

nom masculin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle ôta un fer du foyer de la cheminée.

μπαστούνι του γκολφ

nom masculin (golf)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Dans le temps, un fer 8 s'appelait un niblick.

πυρακτωμένο σίδερο

nom masculin (marquage) (επίσημο)

Chaque animal du troupeau est marqué au fer.

πυροσφραγίδα

nom masculin (de marquage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le fer était rouge et prêt pour marquer le bétail.

σίδερο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a acheté un nouveau fer à repasser à vapeur.

κασσίτερος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'exploitation minière de l'étain était autrefois l'industrie première de Cornouailles.
Η εξόρυξη κασσίτερου ήταν η βασική βιομηχανία της Κορνουάλης.

σιδηροκατασκευές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

λευκοσίδηρος

nom masculin (μέταλλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τενεκεδένια σκεύη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάτερ, putter

(Golf, anglicisme) (μπαστούνι του γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σιδηρόδετος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με σιδηρά πυγμή

locution adverbiale (figuré)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle dirige ce service d'une main de fer.

σύρμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La barrière était attachée aux poteaux avec du fil de fer.
Ο φράχτης ήταν στερεωμένος στους πασσάλους με σύρμα.

σιδηρόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les voies ferrées du pays étaient en mauvais état.
Οι σιδηροδρομικές γραμμές της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση.

πέταλο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma mère a accroché un fer à cheval au-dessus de la porte pour porter bonheur.

αιχμή

nom masculin (δόρατος ή λόγχης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plusieurs fers de lance et pièces de monnaie antiques furent retrouvés sur le site archéologique.

σίδερο

(παλαιού τύπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(arbre) (κοινή ονομασία για δέντρα με σκληρό κορμό)

σίδερο ισιώματος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυστηρότητα

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dictateur régnait avec une main de fer.

επικασσιτερωμένος σίδηρος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Beaucoup de clous sont faits en fer galvanisé pour empêcher la rouille.

σιδηρά πυγμή

nom féminin (διοικώ με, διευθύνω με)

Mussolini dirigeait l'Italie d'une main de fer.

εξέχουσα προσωπικότητα

nom masculin

Martin Luther King était l'un des fers de lance du mouvement pour les droits civiques.

μπρα ντε φερ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le petit gringalet a surpris tout le monde en battant la grosse brute au bras de fer.

σίδερο για μπούκλες

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Annie n'avait pas besoin d'un fer à friser, ses cheveux étaient naturellement frisés.

σίδερο ισιώματος μαλλιών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a toujours détesté ses cheveux frisés et pense que les lisseurs (or: fers à lisser) sont une invention géniale.

Σιδηρούν Παραπέτασμα

nom masculin (Histoire, figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pendant les années 50, il était très difficile pour les Occidentaux de voyager derrière le rideau de fer.

ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle gouverne le pays avec une volonté de fer. Ma sœur dispose d'une volonté de fer pour tout ce qui activité physique.
Κυβερνάει τη χώρα με αποφασιστικότητα. Η αδερφή μου έχει ακλόνητη θέληση (or: αποφασιστικότητα) όταν πρόκειται για τη σωματική της υγεία.

σιδηροδρομική γραμμή

nom masculin (transports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Port Marie est desservie par 16 lignes de chemin de fer.

σιδηροδρομική γραμμή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καυτό σίδερο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλή φυσική κατάσταση

nom féminin (fig)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λαμαρίνα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σφυρήλατο σίδερο

nom masculin

Un portail en fer forgé serait trop voyant pour une maison comme la nôtre.

αυστηρή πειθαρχία

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dictateur dirigeait avec une main de fer.

σιδηρομετάλλευμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le minerai de fer se trouve sous les collines et doit être rapporté à la surface.

εργαλείο κασσιτεροκόλλησης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σύρμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πεταλοειδής αψίδα

nom masculin (Architecture)

σιδηρά παρθένος

nom féminin (instrument de torture) (μτφ: βασανισμός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'hérétique a été enfermé dans une vierge de fer pour le faire avouer.

μάχη για την εξουσία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ναύλωση σιδηροδρόμου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τσίγκινο παιχνίδι

nom masculin

σιδηροσκώληκας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ψαλίδι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο λευκοσιδήρου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σίδερο ατμού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγκαθωτό συρματόπλεγμα

nom masculin

υπόγειο σύστημα διαφυγής σκλάβων

nom masculin (Histoire américaine)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ράβδος Τ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψαλίδι για μπούκλες

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμετάπειστος, ανένδοτος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σιδηρόδρομος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les chemins de fer ont ouvert l'ouest au commerce et aux colonies.
Ο σιδηρόδρομος έκανε τις δυτικές περιοχές προσβάσιμες για αποικισμό και εμπόριο.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(το ξύλο από δέντρα με σκληρό κορμό)

σιδηρούν παραπέτασμα, ιδεολογικό χάσμα

nom masculin (Histoire, figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παιχνίδι με σκοπό να πετύχουν οι παίκτες το στόχο με ένα πέταλο

nom masculin (jeu d'adresse)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les hommes ont bu de la bière et joué au lancer de fer à cheval dans le jardin.

αγροτική οδός

nom masculin

τριγωνικός

adjectif (που έχει τριγωνική κάτοψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από σφυρήλατο σίδερο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Logan fut désigné pour mener le nouveau projet au sein du département marketing.

πλακοειδής

(armure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σιδηροδρομική εταιρία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψαλίδι

nom masculin (για μπούκλες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce petit fer à friser peut être utilisé pour faire de petites boucles.

δυνατός, ισχυρός

(santé)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai un bon système immunitaire.
Έχω ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα.

μεταλλικό δοχείο, μεταλλικό κουτί

nom féminin

ισχυρός, δυνατός

locution adjectivale (figuré : volonté,...) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kim a une volonté de fer.
Η Κιμ έχει ισχυρή θέληση.

πέταλο

nom masculin (pour chevaux)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le cheval a besoin de nouveaux fers. Appelez le forgeron.

σιδηροδρομικός οργανισμός

nom féminin (entreprise)

Les sociétés de chemin de fer semblent souvent plus intéressés par les profits que par le confort de leurs passagers.

μηχανή για πλισέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιμολυβδωμένο και επικασσιτερωμένο φύλλο από χάλυβα, φύλλο από χάλυβα με μολυβδοκασσίτερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχοινοβασία

nom masculin (discipline d'équilibre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέταλο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατσαρώνω

locution verbale (des cheveux) (με ψαλίδι μαλλιών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η μαμά με βοηθάει να κάνω μπούκλες τα μαλλιά μου για να ετοιμαστώ για τον αποψινό χορό αποφοίτησης.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.