Τι σημαίνει το fiable στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fiable στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fiable στο Γαλλικά.

Η λέξη fiable στο Γαλλικά σημαίνει αξιόπιστος, έντιμος, τίμιος, αξιόπιστος, έγκυρος, αξιόπιστος, αξιόπιστος, αξιόπιστος, αξιόπιστος, δυνατός, ισχυρός, αξιόπιστος, αξιόπιστος, αξιόπιστος, με ανοχή σφαλμάτων, αξιόπιστα, ασφαλής, αξιόπιστος, που τον εμπιστεύομαι, που είναι μόνο για τα εύκολα, αναξιόπιστος, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, αναξιόπιστος, αναξιόπιστος, αξιόπιστος, αναξιόπιστος, φίλος στα εύκολα, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fiable

αξιόπιστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ces données sont-elles fiables ?
Αυτά τα δεδομένα είναι αξιόπιστα;

έντιμος, τίμιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιόπιστος, έγκυρος

(source)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Crois-tu que Wikipédia soit assez fiable pour être cité ?
Νομίζεις ότι η Βικιπαίδεια είναι αρκετά αξιόπιστη για να αναφερθεί ως πηγή;

αξιόπιστος

adjectif (qui mérite confiance) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette serveuse n'a pas été un témoin très fiable.
Η σερβιτόρα δε θεωρήθηκε και πολύ αξιόπιστη μάρτυρας.

αξιόπιστος

adjectif (source)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιόπιστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est fiable et vient tous les jours au travail.

αξιόπιστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les informations lues sur Internet ne sont pas toutes fiables.

δυνατός, ισχυρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un programme solide sans bugs.
Αυτό είναι ένα ισχυρό πρόγραμμα χωρίς σφάλματα.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu peux compter sur Linda ; elle est solide.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
S'il l'on veut que notre société prospère, il nous faut des employés sur lesquels (or: sur qui) on peut compter.
Χρειαζόμαστε αξιόπιστους υπαλλήλους για να πετύχει η επιχείρησή μας.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le patron avait de la chance d'avoir des employés dignes de confiance (or: fiables) pour faire marcher l'entreprise en son absence.
Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε.

με ανοχή σφαλμάτων

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιόπιστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il nous faut quelqu'un qui travaille de manière fiable.

ασφαλής

adjectif (matériel,...) (σίγουρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ceci est un mécanisme fiable (or: sûr) qui est garanti contre les pannes.
Είναι ένας ασφαλής μηχανισμός, του οποίου η λειτουργία είναι εγγυημένη.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il me faut une voiture sur laquelle je peux compter pour aller au travail.

που τον εμπιστεύομαι

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le voyageur a été choqué lorsqu'il a appris que ses fidèles compagnons étaient des voleurs qui s'étaient liés d'amitié avec lui dans le seul but de lui prendre son argent.

που είναι μόνο για τα εύκολα

(péjoratif : personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναξιόπιστος

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa femme de ménage, peu digne de confiance, la volait depuis des années.
Η οικονόμος της είναι τελείως αναξιόπιστη! Την έκλεβε για πολλά χρόνια.

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certains hommes politiques ne sont pas fiables.

αναξιόπιστος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le thermostat sur ce four est peu fiable ; la nourriture est parfois bien cuite, mais d'autres fois, elle est brûlée ou pas assez cuite.
Ο θερμοστάτης αυτού του φούρνου είναι αναξιόπιστος· μερικές φορές το φαγητό βγαίνει τέλεια ψημένο, αλλά άλλες φορές είναι καμένο ή άψητο.

αναξιόπιστος

locution adjectivale (κείμενο, πηγή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
N'utilise pas des traductions pas fiables comme celles-ci dans tes recherches.
Μη χρησιμοποιείς τέτοιες αναξιόπιστες μεταφράσεις σαν αυτή εδώ για τις μελέτες σου.

αξιόπιστος

(industrie)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το τζιπάκι μας αποδείχθηκε πραγματικό σκυλί! Τα έβγαλε πέρα σε όλες τις διαδρομές που κάναμε.

αναξιόπιστος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tout le monde savait qu'Erin n'était pas fiable, c'est pourquoi ses amis furent surpris de la voir arriver à la soirée comme elle l'avait promis.
Δεν είναι να βασίζεσαι στην Έριν. Οι φίλοι της έμειναν έκπληκτοι όταν εμφανίστηκε στο πάρτι όπως είχε υποσχεθεί.

φίλος στα εύκολα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

adjectif (de confiance)

Tu peux compter sur lui, c'est une personne fiable.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fiable στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.