Τι σημαίνει το fifth στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fifth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fifth στο Αγγλικά.

Η λέξη fifth στο Αγγλικά σημαίνει πέμπτος, πέμπτος, πέμπτος, πέμπτος, πέμπτο, κατά το ένα-πέμπτο, πέντε του μήνα, πέντε, ο πέμπτος, συγχορδία πέμπτης, μονάδα μέτρησης ποτών, περίπου 750 ml, Πέμπτη, πέμπτη, πέμπτη τάξη, σέλμα ζεύξης, ρεζέρβα, παρείσακτος, εικοστός πέμπτος, εικοστός πέμπτος, εικοστή πέμπτη, εικοστή πέμπτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fifth

πέμπτος

adjective (5th in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John was the fifth person on the list.
Ο Τζον ήταν το πέμπτο άτομο στη λίστα.

πέμπτος

adjective (in race, competition: placed 5th)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tina was fifth out of six in the 100m butterfly.

πέμπτος

adverb (race, competition: in 5th place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim came in fifth at the state finals.
Ο Τιμ ήρθε πέμπτος στους πολιτειακούς τελικούς.

πέμπτος

noun (in a series, list: 5th item, person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kyle was fifth in line.
Ο Κάιλ ήταν πέμπτος στη σειρά.

πέμπτο

noun (fraction: 5th part, 20 per cent)

Only a fifth of people with hearing problems wear hearing aids.
Μόνο το ένα πέμπτο των ατόμων με προβλήματα ακοής φορά ακουστικά.

κατά το ένα-πέμπτο

adverb (extent: 1/5)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Our apartment block is one-fifth empty.

πέντε του μήνα

noun (fifth day of the month)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't worry; I'll be back in time for your concert on the fifth.

πέντε

noun (UK (fifth day of specified month)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school term starts on 5th September.
Η σχολική περίοδος ξεκινά στις στις πέντε Σεπτεμβρίου.

ο πέμπτος

noun (5th monarch with specified name)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
George the Fifth came to the British throne in 1910.
Ο Γεώργιος ο Πέμπτος ανήλθε στον βρετανικό θρόνο το 1910.

συγχορδία πέμπτης

noun (musical interval)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The bass sang the fifth of the chord.
Το μπάσο έπαιζε την συγχορδία πέμπτης.

μονάδα μέτρησης ποτών, περίπου 750 ml

noun (US (measure of alcohol)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Kelsey drank half a fifth of whiskey.

Πέμπτη

noun (music: 5th symphony, etc.)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
My favourite piece of music is Beethoven's Fifth.

πέμπτη

noun (5th automobile gear)

The driver switched into fifth on the freeway.

πέμπτη τάξη

noun (US (school year: age 10-11)

σέλμα ζεύξης

noun (transport: axle device)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ρεζέρβα

noun (transport: spare wheel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρείσακτος

noun (informal, figurative (unnecessary person or thing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εικοστός πέμπτος

adjective (25th in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εικοστός πέμπτος

noun (in a series, list: 25th item, person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

εικοστή πέμπτη

noun (twenty-fifth day of the month)

Christmas Day is always on the 25th.

εικοστή πέμπτη

noun (UK (twenty-fifth day of specified month) (για ημερομηνία)

I've got tickets to see my favourite band in concert on the April the 25th.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fifth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.