Τι σημαίνει το fifty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fifty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fifty στο Αγγλικά.

Η λέξη fifty στο Αγγλικά σημαίνει πενήντα, πενήντα, πενήντα, η 6η δεκαετία, η δεκαετία του πενήντα '50, πενήντα, πενηντάρικο, πενηντάρικο, πενηντάρικο, περίπου πενήντα, γύρω στα πενήντα, πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό, πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό, πενήντα πενήντα, πενήντα πενήντα, πενηντάρης, πενηντάρα, πενηντάχρονος, πενηντάρης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fifty

πενήντα

noun (cardinal number: 50)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
50 is the atomic number of tin.
Το πενήντα είναι ο ατομικός αριθμός του κασσίτερου.

πενήντα

adjective (50 in number)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We've only sold 50 tickets for the concert.
Έχουμε πουλήσει μόνο πενήντα εισητήρια για τη συναυλία.

πενήντα

adjective (50 years of age)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She turned 50 last week.
Έγινε πενήντα την περασμένη εβδομάδα.

η 6η δεκαετία

plural noun (age: 50-59 years) (της ζωής ή κάποιου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My mother told me that her fifties were the happiest time of her life.
Η μητέρα μου μου είπε πως τα πενήντα της ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της.

η δεκαετία του πενήντα '50

plural noun (decade: 1950s)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Some people feel nostalgia for the fifties, but they don't realize the social problems that were prevalent during that era, such as racism and sexism.
Μερικοί νοσταλγούν τη δεκαετία του πενήντα '50, αλλά δεν κατανοούν τα κοινωνικά προβλήματα, όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός, που κυριαρχούσαν εκείνη την περίοδο.

πενήντα

pronoun (people, things: 50 of them)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Out of a group of 100, fifty were men and fifty were women.
Από μια ομάδα των 100, πενήντα ήταν άνδρες και πενήντα γυναίκες.

πενηντάρικο

noun (US, Can, AU, informal (paper money: bill worth 50 dollars) (χαρτονόμισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ron paid for his groceries with a fifty.
Ο Ρον πλήρωσε τα ψώνια του με ένα πενηντάρικο.

πενηντάρικο

noun (UK (paper money: note worth 50 pounds)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
"That'll be twenty pounds, please." "Do you have change for a fifty?"

πενηντάρικο

noun (paper money: note worth 50 euros)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The meal cost 45 euros, so I paid with a fifty.

περίπου πενήντα, γύρω στα πενήντα

adjective (about 50 in number)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There were around fifty different tables at the job fair.

πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό

noun (half)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fifty percent of people in this troubled country are living below the poverty line.
Το πενήντα τοις εκατό του πληθυσμού αυτής της ταραγμένης χώρας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό

adverb (half)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prices have gone up fifty percent in the last two years.
Οι τιμές έχουν ανέβει κατά πενήντα τοις εκατό τα τελευταία δύο χρόνια.

πενήντα πενήντα

adverb (equally between two)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Going Dutch means that we split the check fifty-fifty.

πενήντα πενήντα

adjective (half and half)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Half and half is a fifty-fifty mixture of milk and cream.

πενηντάρης, πενηντάρα

noun (person: 50 years of age)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
On average, a twenty-year-old sees three times better than a fifty-year-old.

πενηντάχρονος

adjective (50 years of age)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joyce is a fifty-year-old woman.

πενηντάρης

noun (age: in one's 50s) (γενικά: γύρω στα 50)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Madonna is one of the most popular fiftysomethings.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στα πενήντα φεύγα του, ο Γιάννης παραμένει εξίσου γοητευτικός.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fifty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.