Τι σημαίνει το fighting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fighting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fighting στο Αγγλικά.
Η λέξη fighting στο Αγγλικά σημαίνει μάχη, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, παλεύω, παλεύω, πολεμώ, τσακώνομαι, καβγαδίζω, παλεύω, καβγάς, καυγάς, μάχη, μάχη, πάλη, διαμάχη, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, αγώνας, δύναμη, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, αντιμετωπίζω, παλεύω, παίρνω μέρος, καλή πιθανότητα, που χαίρει άκρας υγείας, πυρόσβεση, πυρόσβεση, προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων, καβγάς στον δρόμο, ξιφομαχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fighting
μάχηnoun (war, battle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The diplomat tried to mediate a ceasefire to stop the fighting. Ο διπλωμάτης προσπάθησε να διαπραγματευτεί ανακωχή για να σταματήσουν οι μάχες. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnoun (children) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When you have twins, the fighting never stops. Όταν έχεις δίδυμα, οι καυγάδες δεν σταματούν ποτέ. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnoun (arguments) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The counselor tried to help the couple put a stop to their constant fighting. Ο σύμβουλος προσπάθησε να βοηθήσει το ζευγάρι και να σταματήσει τους διαρκείς καυγάδες τους. |
παλεύωtransitive verb ([sb]: fend off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He had to fight the attacker with a stick. Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο. |
παλεύωtransitive verb (try to defeat) (μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She fought the government and won. Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε. |
πολεμώintransitive verb (military: engage in battle) (στρατιωτική μάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They started fighting at dawn and the battle lasted all day. Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. |
τσακώνομαι, καβγαδίζω(figurative, informal (argue, quarrel) (με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She's always fighting with her neighbour about noise. Διαπληκτίζεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο. |
παλεύωintransitive verb (engage in physical combat) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The two fought with knives for ten minutes. Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά. |
καβγάς, καυγάςnoun (physical combat) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He got into a fight and has a black eye. Έμπλεξε σε έναν καβγά (or: καυγά) και του μαύρισαν το μάτι. |
μάχηnoun (military: combat) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A fight broke out along the border. Μια μάχη ξέσπασε κατά μήκος των συνόρων. |
μάχη, πάληnoun (struggle) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Women's fight for equality is still ongoing. Ο αγώνας των γυναικών για ίσα δικαιώματα συνεχίζεται. |
διαμάχηnoun (dispute) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The fight over the land was resolved by the judge. Η διαμάχη σχετικά με τη γη επιλύθηκε από τον δικαστή. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnoun (figurative, informal (argument, quarrel) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Their parents have fights all the time. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι καβγάδες (or: τσακωμοί) μεταξύ αδερφιών είναι συχνό φαινόμενο. |
αγώναςnoun (informal (boxing match) (πυγμαχίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ali and Frazier fought the fight of the century in 1971. |
δύναμηnoun (informal (strength, spirit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He had no fight left in him. |
αγωνίζομαιintransitive verb (informal (sport: box) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They're going to fight for the heavyweight championship. |
παλεύωintransitive verb (informal (sport: wrestle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He fought in the ring for twelve years before becoming an actor. |
παλεύω, αγωνίζομαιintransitive verb (strive vigorously) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They fought to prevent the school from being closed. |
παλεύωintransitive verb (struggle, defend oneself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark was fighting to try and escape from his captors. |
παλεύω, αγωνίζομαι(struggle, defend oneself) (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You have to fight for your rights. |
παλεύω, αγωνίζομαι(contend) (ενάντια σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He fought against the new regulations. |
παλεύωtransitive verb (military: to battle against [sb]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They fought the enemy bravely. |
παλεύω, αγωνίζομαιtransitive verb (informal (boxing: oppose) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lewis is going to fight Holyfield tonight. |
αντιμετωπίζωtransitive verb (informal (wrestle: oppose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He fights his opponents with great style. |
παλεύωtransitive verb (figurative (combat, resist) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He fought cancer for seven years before succumbing. |
παίρνω μέροςtransitive verb (wage, engage in) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The soldiers fought a battle. Οι στρατιώτες πήραν μέρος σε μια μάχη. |
καλή πιθανότηταnoun (figurative (fair opportunity) Do you think the team has a fighting chance of winning the championship title? Πιστεύεις ότι η ομάδα έχει μια καλή πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα; |
που χαίρει άκρας υγείαςadjective (healthy and strong) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πυρόσβεσηnoun (act of combatting fires) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The firefighting went on for days as crews tried to get the wildfires under control. |
πυρόσβεσηnoun (fighting fires) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Firefighting is a very dangerous occupation. Η κατάσβεση πυρκαγιών είναι πολύ επικίνδυνη δουλειά. |
προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτωνnoun (figurative (efforts to fix tackle problem) (Η/Υ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The computer system's so messed up that we spend most of our time on firefighting. Το σύστημα του υπολογιστή είναι τόσο χάλια που αφιερώναμε τον περισσότερο χρόνο μας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων. |
καβγάς στον δρόμοnoun (combat in public) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ξιφομαχίαnoun (one-on-one combat with long-bladed weapons) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fighting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του fighting
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.