Τι σημαίνει το fold στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fold στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fold στο Αγγλικά.

Η λέξη fold στο Αγγλικά σημαίνει διπλώνω, φαλιρίζω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι, υποχωρώ, κλείνω, σφίγγω, μαζεύω, διπλώνω, πτυχή, μαντρί, εκκλησία, πάω πάσο, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω, σταυρώνω, -πλάσια, -πλος, ενσωματώνω απαλά, ενσωματώνω απαλά, διπλώνω, κλείνω, διπλώνω, καταρρέω, πτυχή δέρματος, πενταπλός, πενταπλάσιος, πενταπλάσιος, πενταπλός, διπλώνω, κατεβαίνω, πέφτω, κατεβάζω, πτυσσόμενος, διπλώνω, διπλώνω, διπλώνω στα δύο, διπλώνω στη μέση, διπλώνω κτ στα δύο, διπλώνω κτ στη μέση, ανοίγω, μετατρέπομαι σε κτ, πτυσσόμενος, διπλώνω κτ στη μέση, σταυρώνω τα χέρια, πτυσσόμενος, τετραπλός, τετραμερής, τέσσερις φορές, επιστροφή στη βάση, επταπλάσιος, επτά φορές, μαντρί, εξαπλός, εξαπλάσιος, εξαπλάσια, δεκαμελής, δεκαπλάσιος, δεκαπλάσια, τριπλός, τριπλός, τρεις φορές, τρίπτυχο σκηνικό, διπλός, διπλάσιος, δύο φορές, διπλός, δίπτυχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fold

διπλώνω

transitive verb (crease, double over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tyler folded the paper into a triangle.
Ο Τάιλερ δίπλωσε το χαρτί σε ένα τρίγωνο.

φαλιρίζω

intransitive verb (figurative, informal (business: fail) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company folded because of the recession.
Η εταιρεία φαλίρισε λόγω της ύφεσης.

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι

intransitive verb (figurative (end, close)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The show is due to fold next week.

υποχωρώ

intransitive verb (figurative (give in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison was determined to get her way, so Karen folded in the end.

κλείνω, σφίγγω

transitive verb (hug) (στα χέρια, στην αγκαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah's mother folded her into an embrace.
Η μητέρα της Σάρας την έσφιξε στην αγκαλιά της.

μαζεύω, διπλώνω

transitive verb (bird, insect: wings)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bird landed and folded his wings.
Το πουλί προσγειώθηκε και μάζεψε τα φτερά του.

πτυχή

noun (crease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Crumbs from Peter's lunch got stuck in the folds of his shirt.
Ψίχουλα από το μεσημεριανό του Πίτερ κόλλησαν στις πτυχές του πουκαμίσου του.

μαντρί

noun (pen for sheep, livestock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shepherd found the lamb and returned it to the fold.
Ο βοσκός βρήκε το αρνί και το επέστρεψε στο μαντρί.

εκκλησία

noun (figurative (church)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The preacher tried to bring new converts into the fold.
Ο ιεροκήρυκας προσπάθησε να προσηλυτίσει νέους πιστούς στο ποίμνιο.

πάω πάσο

intransitive verb (figurative (quit in poker)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard decided to fold rather than to risk all of his money.
Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να πάει πάσο παρά να ρισκάρει όλα του τα χρήματα.

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω

transitive verb (figurative (bring to a close)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're folding the play at the end of the season.

σταυρώνω

transitive verb (hands, arms: clasp or cross)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cindy sat quietly, with her hands folded in her lap.

-πλάσια

adverb (suffix (multiplied by, times) (πολλαπλασιασμός)

For example: threefold, three-fold

-πλος

adjective (suffix (having stated number of parts)

For example: fivefold, five-fold

ενσωματώνω απαλά

phrasal verb, transitive, separable (cookery: stir in gently) (μαγειρική)

When the eggs and butter are well mixed, fold in the flour.
Όταν έχουν ανακατευτεί καλά τα αυγά και το βούτυρο, ενσωματώστε απαλά το αλεύρι.

ενσωματώνω απαλά

phrasal verb, transitive, separable (cookery: stir gently into [sth]) (μαγειρική)

Fold the egg whites into the batter with a whisk till they are thoroughly blended.

διπλώνω

phrasal verb, transitive, separable (make smaller by creasing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger folded up the piece of paper and put it in his pocket.

κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (collapse for portability)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fold up the table and put it in the truck, please.

διπλώνω

phrasal verb, intransitive (collapse, flatten)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chair folds up for easy storage.
Η καρέκλα διπλώνει για εύκολη αποθήκευση.

καταρρέω

phrasal verb, intransitive (US, figurative, informal (break down) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim folded up when the prosecutor discredited his story.

πτυχή δέρματος

noun (overhanging skin on obese person) (λόγω παχυσαρκίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She found it difficult to wash under her fat folds.

πενταπλός

adjective (having five parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πενταπλάσιος

adjective (quintuple, times five)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πενταπλάσιος

adverb (by five, five times)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Since Delia set up her website, sales of her artwork have increased fivefold.

πενταπλός

adverb (in five ways)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλώνω

(fold up into smaller unit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Those chairs can be folded away when they are not in use.

κατεβαίνω

(furniture: lower for use)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Behind this wall panel is a bed that folds down at night.
Πίσω από αυτό το κομμάτι του τοίχου υπάρχει ένα κρεβάτι που ανοίγει τη νύχτα.

πέφτω

(furniture: become flat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The seat backs fold down to create more room in the car.
Τα καθίσματα πέφτουν για να ανοίξουν περισσότερο χώρο στο αμάξι.

κατεβάζω

(furniture: lower for use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On the plane, he folded down the arm rests and fastened his seat belt.
Στο αεροπλάνο, κατέβασε τα στηρίγματα του καθίσματος και έδεσε τη ζώνη του.

πτυσσόμενος

adjective (furniture: convertible)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He put a fold-down craft table in the children's room.
Έβαλε ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι για χειροτεχνίες στο παιδικό δωμάτιο.

διπλώνω

(be collapsible) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My ironing board folds flat for easy storage.

διπλώνω

(collapse [sth] into compact form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διπλώνω στα δύο, διπλώνω στη μέση

verbal expression (bend over on itself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The table folds in half to make it more portable.

διπλώνω κτ στα δύο, διπλώνω κτ στη μέση

verbal expression (fold in two)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fold the paper in half so that nobody can see what you've written.

ανοίγω

(unfold into [sth] larger)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couch folds out to make a bed.

μετατρέπομαι σε κτ

verbal expression (unfold into [sth] larger)

The couch folds out into a bed.

πτυσσόμενος

adjective (that folds out)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Agatha slept on a fold-out couch in the living room.

διπλώνω κτ στη μέση

(bend [sth] onto itself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταυρώνω τα χέρια

verbal expression (cross and hold arms over chest) (μπροστά στην κοιλιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πτυσσόμενος

adjective (collapsible by folding)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When my son comes to stay, he sleeps on a fold-up bed.

τετραπλός, τετραμερής

adjective (having four parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The stages of this plan are fourfold, beginning with the identification of key factors.

τέσσερις φορές

adverb (by four, four times)

This microscope increases the size of the specimen fourfold.

επιστροφή στη βάση

verbal expression (figurative (come back home) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was travelling the world for the last nine years but now I've returned to the fold.
Ταξίδεψα τον κόσμο για εννέα χρόνια και τώρα έχω επιστρέψει στη βάση μου.

επταπλάσιος

adjective (times seven)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επτά φορές

adverb (by seven, seven times)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sales have increased sevenfold over the past three years.

μαντρί

noun (pen for sheep)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξαπλός

adjective (having six parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We propose a sixfold approach to the problem.

εξαπλάσιος

adjective (times six)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The country has seen a sixfold increase in gun crime since the law was changed.

εξαπλάσια

adverb (by six, six times)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The population of the town has grown sixfold over the past 50 years.

δεκαμελής

adjective (having ten parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The process is tenfold, so make sure you are familiar with each step before you begin.

δεκαπλάσιος

adjective (times ten: in greatness, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James vowed tenfold revenge on the company that wronged him.

δεκαπλάσια

adverb (by ten, ten times)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The population has increased tenfold in the last fifty years.

τριπλός

adjective (having three parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The problem is threefold, so it cannot be solved easily.

τριπλός

adjective (treble, triple, times three)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a threefold increase in sales last month.

τρεις φορές

adverb (by three, three times)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The size of the student body has increased threefold in the past twenty years.

τρίπτυχο σκηνικό

noun (stage scenery)

The play's threefold was beautifully painted.

διπλός

adjective (having two parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is a twofold explanation for this phenomenon.

διπλάσιος

adjective (double, times two)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There had been a twofold increase in business.
Υπήρξε διπλάσια αύξηση στη δουλειά.

δύο φορές

adverb (doubly, by two)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
They hope to increase their profits twofold.
Ελπίζουν να αυξήσουν κατά δύο φορές τα κέρδη τους.

διπλός

adverb (in two ways)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίπτυχο

noun (stage scenery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fold στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fold

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.