Τι σημαίνει το beat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beat στο Αγγλικά.

Η λέξη beat στο Αγγλικά σημαίνει χτυπάω, χτυπάω, νικάω, κερδίζω, χτυπάω, χτυπάω, ρυθμός, πτώμα, λιώμα, μπητ, μπιτ, νότα, χτύπημα, χτύποι, παλμοί, περιπολία, χτυπάω, χτυπάω, ξεπερνώ, περνώ, παίζω, σφυρηλατώ, είμαι καλύτερος από κτ, ξεπερνώ, περνώ, είμαι καλύτερος από κτ, απωθώ, καίω, πέφτω με δύναμη, ρίχνω την τιμή, κατεβάζω, ρίχνω, ρίχνω, καταπνίγω, μαλακίζομαι, την παίζω σε κπ, τον παίζω σε κπ, παίζω έναν ρυθμό, κερδίζω, νικώ, σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο, διατηρώ φρούδες ελπίδες, κάνω ουρά, υπεκφεύγω, ξεκουβάλα, την κάνω, αποκρούω, διώχνω, αποκρούω, κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλο, εφιστώ την προσοχή σε κτ, διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλων, τη γλυτώνω, τη βγάζω καθαρή, μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλο, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου, προλαβαίνω κπ, τα βάζω με τον εαυτό μου, σαραβαλιασμένος, χτυπιέμαι, σαραβαλάκι, ψόφιος, μέσα στον ρυθμό, πάει να σπάσει, χάνω χτύπους, με πρόλαβες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beat

χτυπάω

transitive verb (strike, pound)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He beat the desk with his fist to try to get his point across.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

χτυπάω

transitive verb (hit [sb] repeatedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge sentenced Willis to five years in jail for beating his victim with a baseball bat.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

νικάω, κερδίζω

transitive verb (defeat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The championship team are confident they can beat the challengers.
Οι πρωταθλητές νίκησαν τους διεκδικητές του τίτλου.

χτυπάω

transitive verb (eggs: whisk)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before you scramble eggs, you have to beat them.
Προτού φτιάξεις ομελέτα, πρέπει να χτυπήσεις τα αυγά.

χτυπάω

transitive verb (wings: flap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A hummingbird beats its wings many times a second.
Τα κολιμπρί χτυπούν τα φτερά τους πολλές φορές το δευτερόλεπτο.

ρυθμός

noun (rhythm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dancers moved to the beat of the music.
Οι χορευτές λικνίζονταν με τον ρυθμό της μουσικής.

πτώμα, λιώμα

adjective (US, informal, colloquial (exhausted) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
After a long day at work, Keith's father is beat when he comes home.

μπητ, μπιτ

adjective (historical (beatnik) (σπάνιο)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kerouac is the most famous of the Beat poets.

νότα

noun (musical note)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You must remember to play harder on the accented beats.

χτύπημα

noun (stroke, blow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The beat of the workers' hammers gave Sue a headache.

χτύποι, παλμοί

noun (heartbeat) (της καρδιάς)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
In her excitement, Fran could feel the beat of her heart.

περιπολία

noun (police officer's round)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Officer Smith pounded the beat all day long.

χτυπάω

intransitive verb (heart: throb)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor listened to see if the man's heart was beating.

χτυπάω

intransitive verb (wings: flap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The eagle's wings did not beat as it glided through the air.

ξεπερνώ, περνώ

transitive verb (informal (arrive before)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bet we will beat you! We drive much faster.

παίζω

transitive verb (tap out: a rhythm) (μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The drummer beat the rhythm on the bass drum.

σφυρηλατώ

transitive verb (metal: flatten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The craftsman beat the piece of metal until it was very thin.

είμαι καλύτερος από κτ

transitive verb (slang (be preferable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nothing beats a chocolate cake fresh from the oven.

ξεπερνώ, περνώ

transitive verb (arrive before) (μέχρι/ως κάποιο μέρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thompson beat the other runners to the finish line.

είμαι καλύτερος από κτ

transitive verb (be preferable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απωθώ

phrasal verb, transitive, separable (push, repel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were able to beat back the flames before they reached the house.

καίω

phrasal verb, intransitive (sun: shine brightly and hot) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sun was beating down on our backs.
Ο ήλιος έκαιγε τις πλάτες μας.

πέφτω με δύναμη

phrasal verb, intransitive (rain: pour heavily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rain beat down so hard on the apple tree that in the morning half of the apples were on the ground.
Η βροχή έπεφτε με τόση δύναμη στη μηλιά που το πρωί τα μισά μήλα είχαν πέσει στο έδαφος.

ρίχνω την τιμή

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (negotiate lower price from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy beat the seller down to £20 for the vase.

κατεβάζω, ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (price: negotiate lower) (μεταφορικά: την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We beat the price down to $45.
Ρίξαμε την τιμή στα 45 δολάρια.

ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (demoralize) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doris admitted that life was beating her down.
Η Ντόρις παραδέχτηκε ότι η ζωή την έκανε να χάσει τις ελπίδες της.

καταπνίγω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (suppress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deborah beat down her fear of flying and got on the plane to visit her daughter in Australia.

μαλακίζομαι

phrasal verb, intransitive (slang, vulgar (masturbate) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He managed to beat off without his roommate hearing.

την παίζω σε κπ, τον παίζω σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, slang (masturbate) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was beating him off.

παίζω έναν ρυθμό

phrasal verb, transitive, inseparable (strike: a rhythm)

Rufus began beating out a rhythm on the drums.

κερδίζω, νικώ

phrasal verb, transitive, separable (US, informal (outdo competitor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The other team beat us out for the championship.

σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο

phrasal verb, transitive, separable (informal (assault) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A group of youths beat Henry up.
Μια ομάδα νέων έσπασε στο ξύλο (or: πλάκωσε) τον Χένρι.

διατηρώ φρούδες ελπίδες

verbal expression (figurative (pursue a hopeless cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tried to convince him to come with us, but felt that I was beating a dead horse.

κάνω ουρά

verbal expression (figurative (be keen to meet with [sb]) (μεταφορικά: ανυπομονώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you have a good idea, investors will beat a path to your door.
Αν έχεις μια καλή ιδέα, οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να σε γνωρίσουν.

υπεκφεύγω

verbal expression (figurative (avoid getting to the point)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop beating around the bush and give me the real reason!

ξεκουβάλα

interjection (slang (go away) (αργκό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No, I won't give you any money. Now, beat it!

την κάνω

verbal expression (slang (leave, go)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police showed up and we knew it was time to beat it.

αποκρούω

(repel, fight back)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pensioner fought back and succeeded in beating off his attackers.

διώχνω, αποκρούω

(figurative (defeat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He managed to beat off intense criticism from both left and right en route to the nomination.

κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλο

verbal expression (slang, figurative, vulgar (beat physically) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He threatened to beat the crap out of me if I didn't pay him by the end of the week.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbal expression (figurative (promote) (θέμα, πρόβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The environmental activist goes around the world beating the drum for energy reform.

διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλων

verbal expression (do [sth] unlikely) (για αρνητικές προσδοκίες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joseph beat the odds and recovered from his cancer.

τη γλυτώνω, τη βγάζω καθαρή

verbal expression (slang (escape blame, be acquitted) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλο

verbal expression (slang, figurative, vulgar (beat physically) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We got into a fistfight and he beat the s*** out of me.

ξυλοφορτώνω

verbal expression (figurative (give [sb] a severe physical beating)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου

verbal expression (cause death by hitting repeatedly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The thieves beat the man to death in order to steal his wallet.

προλαβαίνω κπ

verbal expression (informal (do [sth] before [sb] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was about to give the answer but she beat me to it.
Ήμουν έτοιμος να δώσω την απάντηση αλλά με πρόλαβε.

τα βάζω με τον εαυτό μου

verbal expression (figurative, informal (feel guilty or bad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was just an honest mistake, so you shouldn't beat yourself up about it.

σαραβαλιασμένος

adjective (US, slang (vehicle: in poor condition)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rick drives a beat-up pickup truck.
Ο Ρικ οδηγάει ένα σαράβαλο ημιφορτηγό.

χτυπιέμαι

verbal expression (US, informal (feel guilty or bad) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σαραβαλάκι

noun (US, slang (car in poor condition) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love my beat-up car, even though it´s covered in dents and scratches.

ψόφιος

adjective (informal (completely exhausted) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέσα στον ρυθμό

expression (in the correct rhythm, tempo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάει να σπάσει

verbal expression (figurative (heart: miss a beat with excitement) (μεταφορικά: η καρδιά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω χτύπους

verbal expression (rhythm: miss a beat) (κυριολεξία: καρδιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με πρόλαβες

expression (you did it first)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was going to order a pizza, but you beat me to it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.