Τι σημαίνει το foder στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης foder στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του foder στο πορτογαλικά.

Η λέξη foder στο πορτογαλικά σημαίνει γαμιέμαι, γαμάω, πηδάω, γαμάω κπ με κτ, βουτάω, σουφρώνω, μαμάω, απαυτώνω, γαμάω, γαμώ, άντε και απαυτώσου, μπουρδουκλώνω, γαμάω, γαμώ, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, κάνω χάλια, πηδιέμαι, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ, παίρνω, τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ, καταστρέφω, ματαιώνω, ακυρώνω, πηδάω, χαλάω, καταστρέφω, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, γαμάω, γαμώ, σκατώνω, πηδάω, χέζω, άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!, Άντε παράτα μας!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης foder

γαμιέμαι

(vulgar) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Temos tempo de foder antes de eles chegarem?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

γαμάω, πηδάω

verbo transitivo (gíria, figurado, prejudicar) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles realmente foderam ele no novo contrato.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τώρα την πάτησα (or: την έχω πατήσει).

γαμάω κπ με κτ

verbo transitivo (vulgar, gíria)

Julie gosta que o namorado foda ela com um vibrador.
Η Τζούλη θέλει ο γκόμενός της να τη σκίζει με έναν δονητή.

βουτάω, σουφρώνω

verbo transitivo (gíria, figurado, vulgar) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele me fodeu em cem dólares.
Μου σούφρωσε εκατό δολάρια.

μαμάω, απαυτώνω

interjeição (figurado, vulgar, ofensivo, dificuldade) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Foda-se, esse filme é chato; vamos assistir outra coisa.

γαμάω, γαμώ

(gíria, figurado, vulgar) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally murmurou no ouvido de Harry que ela realmente gostaria que ele a fodesse.
Η Σάλι ψιθύρισε στο αυτή του Χάρυ ότι θα ήθελε πολύ να την πηδήξει.

άντε και απαυτώσου

verbo transitivo (eufemismo) (ευφημισμός)

μπουρδουκλώνω

(vulgar, figurado) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γαμάω, γαμώ

(vulgar, gíria) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu contei a história para ela em segredo e ela me fodeu contando para o meu chefe.
Την εμπιστεύτηκα και της είπα την ιστορία και μετά με γάμησε, καθώς γύρισε και τα είπε στο αφεντικό μου.

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

(gíria, vulgar, fazer mal feito, ofensivo) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela fodeu com o exame.
Τα έκανε μαντάρα στο διαγώνισμα.

κάνω χάλια

(ofensivo) (κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As experiências do Dan na guerra foderam com ele.
Οι εμπειρίες του Νταν στην περίοδο του πολέμου τον είχαν κάνει χάλια.

πηδιέμαι

(vulgar, gíria) (χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

(vulgar, ofensivo) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desculpe. Fodi tudo.
Συγγνώμη. Τα σκάτωσα.

τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ

(vulgar, brigar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não me foda ou vou quebrar o teu braço.
Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι.

παίρνω

verbo transitivo (ofensivo: ter relações) (καθομ, πιθανά προσβλ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ

verbo transitivo (vulgar, ofensivo!!) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O rumor é que Joe está fodendo Cathy.

καταστρέφω

(gíria, figurado, vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ματαιώνω, ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O clima ruim frustrou os planos de Tom.
Ο κακός καιρός ματαίωσε τα σχέδια του Τομ.

πηδάω

(gíria, vulgar) (μεταφορικά, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os amigos de Neil estavam cansados de ouvi-lo falar sobre quais garotos ele gostaria de traçar.

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

(gíria) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Queria que meus pais não cagassem com a minha vida!
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

γαμάω, γαμώ, σκατώνω

(χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O Beto ficou mal mesmo de cagar com o feriado de todo mundo por ter ficado doente.
Ο Μπομπ ένιωσε άσχημα που χάλασε τις διακοπές όλων γιατί αρρώστησε.

πηδάω

(vulgar, ter relação sexual) (υβριστικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acho que Jay trepou com aquela garota ontem.
Νομίζω ότι ο Τζέι πήδηξε εκείνη την κοπέλα χθες βράδυ.

χέζω

(gíria, vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου

(vulgar, ofensivo) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se você pensa que eu vou trabalhar pra você de graça... Vá para o diabo!

άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!

(χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Άντε παράτα μας!

interjeição (ofensivo, gíria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του foder στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.