Τι σημαίνει το foire στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης foire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του foire στο Γαλλικά.
Η λέξη foire στο Γαλλικά σημαίνει εμπορική έκθεση, ζούγκλα, εκδήλωση όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν αντικείμενα του ενδιαφέροντός τους, έκθεση, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα, ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω, βαράω διάλυση, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, σκατώνω, τα σκατώνω, αποτυγχάνω, κάνω κτ θάλασσα, πετάω, κάνω κτ λάθος, κάνω κτ χάλια, αποτυγχάνω, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, μπερδεύω, πατώνω, τα θαλασσώνω, γυρίζω μπούμερανγκ, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, δημόσια συζήτηση, αχώριστοι, κολλητοί, φρικιό, χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων, παζάρι βιβλίου, έκθεση τεράτων, λούνα-παρκ, επιστημονική έκθεση, έκθεση χειροποίητων ειδών, γίνομαι αμέσως κολλητός με κπ, έκθεση τεράτων, ετήσιο πανηγύρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης foire
εμπορική έκθεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre coopérative viticole tient chaque année un stand à la foire aux vins. |
ζούγκλαnom féminin (familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce n'est pas la maternelle ici, c'est la foire ! |
εκδήλωση όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν αντικείμενα του ενδιαφέροντός τους
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έκθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Êtes-vous allé au salon du livre pendant la convention l'année dernière ? Πήγες στην έκθεση βιβλίου στο συνεδριακό κέντρο πέρσι; |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμαverbe intransitif (très familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνωverbe intransitif (familier : projet, opération) (ΗΒ, αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'opération a foiré. |
βαράω διάλυσηverbe intransitif (familier : plan) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai fait confiance à Alan pour réparer le toit, mais il a foiré le travail et maintenant, le trou est encore plus gros. |
τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai complètement foiré mon examen de français ! |
σκατώνωverbe transitif (familier) (καθομ, μτφ, προσβλ: κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα σκατώνωverbe intransitif (familier) (μτφ, καθομ, προσβλ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποτυγχάνωverbe intransitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κτ θάλασσα(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut que j'arrête avant de tout foirer. |
πετάω(familier) (χάνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je parie qu'il va encore foirer cette occasion, comme la dernière fois. |
κάνω κτ λάθος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le gang a essayé de cambrioler une banque, mais ils ont raté le vol et se sont fait attraper. |
κάνω κτ χάλια(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποτυγχάνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ses critiques ont complètement raté. |
τα σκατώνω, τα κάνω σκατά(vulgaire) (προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a merdé son examen. Τα έκανε μαντάρα στο διαγώνισμα. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je comptais sur lui pour la comptabilité mais il a complètement merdé. Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα. |
μπερδεύω(un peu familier) (λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a raté les paroles de la chanson et le public s'est mis à rire. |
πατώνω(un examen) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jack a raté son contrôle d'algèbre. Ο Τζακ πάτωσε στο διαγώνισμα της άλγεβρας. |
τα θαλασσώνω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'entreprise ne s'est pas montrée à la hauteur quand le produit est arrivé en retard sur certains marchés clés. |
γυρίζω μπούμερανγκ(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Son plan s'est retourné contre lui et maintenant, les électeurs veulent qu'il démissionne. Το σχέδιο γύρισε μπούμερανγκ και τώρα οι ψηφοφόροι απαιτούν να παραιτηθεί. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai complètement raté cette soupe en mettant trop de sel. Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι. |
δημόσια συζήτηση(familier) |
αχώριστοι, κολλητοί
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φρικιό(personne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παζάρι βιβλίου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a un grand salon du livre sur la place principale de La Havane. |
έκθεση τεράτων(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le salon était rempli de bibelots et de photos de caniches nains : un vrai musée des horreurs ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είδες το σόου ταλέντων στην τηλεόραση χθες βράδυ; Τι έκθεση τεράτων! |
λούνα-παρκnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επιστημονική έκθεση
|
έκθεση χειροποίητων ειδών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γίνομαι αμέσως κολλητός με κπ(s'entendre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έκθεση τεράτωνnom féminin (τσίρκο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les femmes à barbe étaient un classique d'une foire aux monstres traditionnelle. |
ετήσιο πανηγύριnom féminin (États-Unis,...) (μιας κομητείας) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του foire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του foire
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.