Τι σημαίνει το frente στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης frente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frente στο ισπανικά.
Η λέξη frente στο ισπανικά σημαίνει μέτωπο, πρόσοψη, μέτωπο, χώρος, μέτωπο, μέτωπο, μπροστινό μέρος, αρχή, πρώτη γραμμή, ή, παρα-, χαρακώματα, της πρώτης γραμμής, μέτωπο, προσκήνιο, μέτωπο εκσκαφής, μέτωπο, πρόσθια, μπροστινή όψη, πρώτη γραμμή πυρός, μπροστά, βάζω μαύρες πλερέζες, πρόσωπο με πρόσωπο, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, ηγούμαι, ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια, απέναντι, κατευθείαν, απευθείας, αποδέχομαι, προσκηνιακός, μπροστά, ευθέως, ακριβώς μπροστά, κατά πρόσωπο, κατάφατσα, κατά μέτωπο, κατά μέτωπον, από κοντά, απευθείας αντιπαράθεση, πρώτη γραμμή, πρώτη γραμμή της μάχης, ψυχρό μέτωπο, δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, πρόσοψη κτιρίου, μπροστινό παράθυρο, κόντρα άνεμος, λαϊκό μέτωπο, ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων, ενότητα, αλληλεγγύη, μπροστινή αυλή, εμπρόσθια κυβίστηση, ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόραση, ανακατεύθυνση, καιρικό μέτωπο, εχθρικές γραμμές, εμπροσθοφυλακή, σε άμεσο ανταγωνισμό με, μπροστά από, έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνεια, αντιμετωπίζω κατά πρόσωπο, πλεονεκτώ, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, δεν μου κόβει, είμαι προφανής, πληρώνω το λογαριασμό, περνάω, περνώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, υπερβάλλω, αντιδρώ με υπερβολικό τρόπο, φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά, τα βγάζω πέρα, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, στην παραλία, ακτή ωκεανού, σε επαγρύπνηση για κτ, λογοδοτώ σε κπ, στο προσκήνιο, επικεφαλής, μπροστά σε κτ, πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ, μπροστινό δωμάτιο, παραλιακός, ανφάς, μπροστά, προχωρώ,πηγαίνω μπροστά, κάνω ένα βήμα μπροστά, παλεύω, μάχομαι, αντιμετωπίζω, που έχει λευκή πρόσοψη, δευτερεύουσας σημασίας, μπροστά από κπ, μετακινούμαι προς τα εμπρός, ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια, μπροστά από κτ, επιδεικνύω κτ σε κπ, κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης frente
μέτωποnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kate tenía una gran frente. Η Κέιτ είχε πολύ ψηλό μέτωπο. |
πρόσοψη(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El frente de la casa no daba a la carretera. |
μέτωποnombre masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Muchos hombres murieron en el frente oriental. |
χώροςnombre masculino (figurado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) En el frente financiero, las acciones volvieron a caer. |
μέτωποnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pertenecen al frente popular. |
μέτωποnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hoy en la noche entra un frente frío a esta zona. |
μπροστινό μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Hay una raspadura en la parte delantera de la televisión? Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης; |
αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si eres discapacitado, puedes colocarte a la cabeza de la cola. |
πρώτη γραμμήnombre masculino (μεταφορικά) Durante muchos años a las mujeres soldado no se les permitía ir al frente. |
ή
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Muchos filósofos se hacen hecho la pregunta sobre el libre albedrío frente al determinismo. Πολλοί φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης εναντίον του ντετερμινισμού. |
παρα-nombre masculino |
χαρακώματαnombre masculino (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
της πρώτης γραμμής(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέτωπο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El entrecejo de Tricia estaba tenso mientras hacía el examen de matemáticas. Το μέτωπο της Τρίσα ήταν σφιγμένο καθώς επεξεργαζόταν το διαγώνισμα των μαθηματικών. |
προσκήνιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No es fácil llegar a la vanguardia de la innovación tecnológica sin enormes recursos financieros. Δεν είναι εύκολο να βρεθείς στην πρώτη γραμμή της τεχνολογικής πρωτοπορίας χωρίς τεράστιους οικονομικούς πόρους. |
μέτωπο εκσκαφής(mina) (σε ανθρακορυχείο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μέτωπο, πρόσθια, μπροστινή όψη
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πρώτη γραμμή πυρός(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando las cosas salían mal, su secretaría siempre estaba en la línea de fuego. |
μπροστάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por favor, dé un paso al frente cuando oiga su nombre. |
βάζω μαύρες πλερέζες(μτφ: απογοητευμένος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόσωπο με πρόσωπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διασχίζω, περνάω, διατρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A veces cruzamos al bar de enfrente a tomar un trago. |
ηγούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eligieron a Rick para liderar la banda, quizás porque toca muy bien la batería. Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς. |
ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me preguntó directamente sin tenía otro novio. |
απέναντι
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Audrey estaba en la acera mirando la oficina postal cruzando la calle. Η Ώντρεϋ στεκόταν στο πεζοδρόμιο και κοιτούσε το ταχυδρομείο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. |
κατευθείαν, απευθείας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que enfrentar los hechos. Πρέπει να αποδεχτούμε τα γεγονότα. |
προσκηνιακός(κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπροστάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pedí que los voluntarios dieran un paso al frente. Ζήτησα από τους εθελοντές να κάνουν ένα βήμα μπροστά. |
ευθέως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακριβώς μπροστάlocución adverbial (ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No hay manera de que no le des al blanco, ¡está exactamente al frente! |
κατά πρόσωπο, κατάφατσα(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se encontró frente a la muerte cuando se cayó de la moto. |
κατά μέτωπο, κατά μέτωπονlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los boxeadores se encontraron frente a frente, años después de haberse retirado. |
από κοντάlocución adverbial (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
απευθείας αντιπαράθεση
|
πρώτη γραμμή(μτφ: της μάχης) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρώτη γραμμή της μάχηςlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le llevó más de un año recuperarse de las heridas, pero apenas estuvo bien quiso volver al frente de batalla. |
ψυχρό μέτωποlocución nominal masculina (μετεωρολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δικαίωμα στην ασφάλεια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una de las "Cuatro Libertades" de Roosvelt era la libertad frente al temor. |
δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La libertad frente a la necesidad parece ser inalcanzable para para muchos pobres de este mundo. |
πρόσοψη κτιρίου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El frente de la casa imitaba las fachadas neogóticas. |
μπροστινό παράθυρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Desde la ventana del frente podía ver todo lo que pasaba en la calle. |
κόντρα άνεμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Había mucho viento de frente así que avanzábamos lento. |
λαϊκό μέτωποnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El Frente Popular nació en España en 1936 y agrupó a los principales partidos de centro izquierda. |
ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεωνlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενότητα, αλληλεγγύηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los trabajadores de correos hicieron un frente unido durante la huelga nacional. |
μπροστινή αυλήnombre masculino Tenemos dos robles en el jardín que da al frente. Έχουμε δύο βελανιδιές στην μπροστινή αυλή μας. |
εμπρόσθια κυβίστησηlocución nominal masculina (γυμναστική) La gimnasta inició la rutina con un salto mortal de frente. |
ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόραση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tiene que reducir el tiempo frente al televisor. |
ανακατεύθυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καιρικό μέτωποlocución nominal masculina |
εχθρικές γραμμέςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
εμπροσθοφυλακήlocución nominal femenina plural (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El Primer Ministro visitó hoy las tropas en el frente de Afganistán. |
σε άμεσο ανταγωνισμό μεlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El boxeador se encontró frente a frente con su adversario. |
μπροστά από
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Aparqué el coche enfrente de tu casa. Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι σου. Θα περιμένω μπροστά από το εστιατόριο. |
έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνειαlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιμετωπίζω κατά πρόσωποlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si se ponen así por teléfono, ni me quiero imaginar cómo se pondrán al tenerse frente a frente. |
πλεονεκτώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω πάνω σε κπ/κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El ladrón de banco se dio de frente con el policía cuando salió corriendo del banco. |
δεν μου κόβειlocución verbal (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι προφανήςlocución verbal La respuesta estaba en frente de sus ojos. |
πληρώνω το λογαριασμόlocución verbal (formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía de seguros negó mi demanda, así que tuve que hacer frente al pago de la factura de los arreglos yo mismo. |
περνάω, περνώlocución verbal (με τα πόδια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo vi pasar por el frente hace unos minutos, creo que iba a trabajar. |
προηγούμαι, προπορεύομαιlocución verbal (πηγαίνω πρώτος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Belinda le dijo a Cristal que fuera al frente y trate de alcanzar el autobús antes de que se vaya. |
υπερβάλλω, αντιδρώ με υπερβολικό τρόπο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi madre exageró ante la noticia de mi embarazo y llamó a todas las personas de nuestra familia. |
φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα βγάζω πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της. |
ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate le hizo frente a la bravucona diciéndole muy fuerte que parara. Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει. |
στην παραλία, ακτή ωκεανούlocución adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σε επαγρύπνηση για κτ(figurativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los padres de adolescentes deberían estar despiertos frente a los peligros de las redes sociales. |
λογοδοτώ σε κπ
|
στο προσκήνιο(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επικεφαλήςlocución adverbial (figurado) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Después de cinco años ahora está al frente de su unidad. |
μπροστά σε κτlocución preposicional (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Frente a la multitud rabiosa, la vocera mantuvo la calma. Η ομιλήτρια διατήρησε την ψυχραιμία της μπροστά στο θυμωμένο πλήθος. |
πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Caminando por el bosque, el hombre se sorprendió de encontrarse cara a cara con un oso. |
μπροστινό δωμάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siempre que entro por la puerta de atrás mi perro viene corriendo desde las habitaciones del frente para saludarme. |
παραλιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανφάςlocución adjetiva (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Quién es el que está delante de ese grupo de gente? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εμπρός (or: μπρος) απ' το σπίτι μας είναι ένα μεγάλο κυπαρίσσι. |
προχωρώ,πηγαίνω μπροστάlocución verbal (literal) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor dejen que las mujeres y los niños pasen al frente de la fila. Σας παρακαλώ, αφήστε τις γυναίκες και τα παιδιά να πάνε μπροστά στη σειρά. Απλά κάνε κλικ σε μια καρτέλα για να κάνεις ένα άλλο παράθυρο να πάει μπροστά. |
κάνω ένα βήμα μπροστά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando oigan sus nombres, den un paso al frente, por favor. Όταν ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου, παρακαλώ κάνε ένα βήμα μπροστά. |
παλεύω, μάχομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Renoir lidió con una artritis reumatoide grave durante los últimos 25 años de su vida. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lejos de asustarse el niño agarró un palo y les hizo frente amenazador. |
που έχει λευκή πρόσοψηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una hilera de casas de frente blanco se levantaba a unos metros de la costa. |
δευτερεύουσας σημασίας(συγκριτικά με κτ) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Su buena ortografía es secundario ante su éxito como escritor. |
μπροστά από κπ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La carrera está en su vuelta final e Ivy va delante de todos. Είναι ο τελευταίος γύρος του αγώνα κι ο Άιβι είναι μπροστά από όλους. |
μετακινούμαι προς τα εμπρόςlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El predicador dijo "Den un paso al frente si sienten la inspiración." Ο ιεροκήρυκας είπε: «Μετακινηθείτε τώρα προς τα εμπρός, εάν νιώθετε το πνεύμα.» |
ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσιαlocución adverbial (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En vez de evitar el tema, discutamos los asuntos de frente. Αντί να μιλάμε γενικά για το θέμα, ας δούμε τα θέματα χωρίς περιστροφές (or: στα ίσια). |
μπροστά από κτ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El camión que está delante de nosotros tiene una rueda pinchada. Το φορτηγό μπροστά από το δικό μας έχει σκασμένο λάστιχο. |
επιδεικνύω κτ σε κπ
Richard exhibía su riqueza frente a sus amigos más pobres. Ο Ρίτσαρντ επεδείκνυε τον πλούτο του μπροστά στους πιο φτωχούς φίλους του. |
κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπlocución verbal (ανεπίσημο) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του frente
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.