Τι σημαίνει το frente στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης frente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frente στο πορτογαλικά.

Η λέξη frente στο πορτογαλικά σημαίνει μπροστινό μέρος, πρόσοψη, μπροστά, αρχή, χώρος, μπροστά, μπροστινό μέρος, μέτωπο, μέτωπο, μέτωπο, μπροστινό τμήμα, μπροστινό μέρος, μπροστινή όψη, μπροστινή πλευρά, πρόσοψη, μπροστινή πλευρά, πρόσθια όψη, αντίθετος, μπροστά, εμπρός, από εδώ και πέρα, κατά πρόσωπο, κατάφατσα, διεύθυνση, προχωράω, προχωρώ, ξεκινάω, ξεκινώ, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, φορτώνω κτ σε κπ, οδηγώ προς τα εμπρός, τραβάω το δρόμο μου, συνεχίζω, κατά μέτωπο, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, συνεχίζω, μπροστινός, συνεχίζω, μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός, εμπρόσθιος, μπροστινός, πρωτοποριακός, χωρίς οικονομική ασφάλεια, που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός, εξώπλατος, ανοιχτός, μπροστά, ανάποδα, αντίστροφα, που προηγείται, μπροστά, ακριβώς μπροστά, μπροστά, μπροστά, ακριβώς απέναντι, κατά μέτωπο, κατά μέτωπον, ακριβώς απέναντι, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, πρόσωπο με πρόσωπο, μετωπικά, ευθεία, πίσω μπρος, μπρος πίσω, απευθείας αντιπαράθεση, πιο μπροστά, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, στο μέλλον, που είναι πιο μπροστά, Δώσ' του να καταλάβει!, παρακαλώ, και γαμώ, εξώπλατος, πρώτη γραμμή, κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο, πρώτη κορίνα, πρώτη γραμμή της μάχης, τελευταία λέξη, ψυχρό μέτωπο, εξώπορτα, πρόσοψη κτιρίου, μπροστινό παράθυρο, λαϊκό μέτωπο, μπροστινό μέρος πουκαμίσου, ενότητα, αλληλεγγύη, πρώτη γραμμή, μπροστινό δόντι, μπροστινές σειρές, εμπροσθοφυλακή, μια κλάση πάνω, παρουσία του, μπροστά σε, μπροστά από, πάω ένα βήμα παραπέρα, έρχομαι στο προσκήνιο, προτρέχω, παίρνω το πάνω χέρι, συνεχίζω ευθεία, συνεχίζω να περπατάω, προηγούμαι, προηγούμαι, είμαι πιο μπροστά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης frente

μπροστινό μέρος

substantivo feminino (parte da frente de algo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há um arranhão na parte da frente da TV?
Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης;

πρόσοψη

substantivo feminino (fachada) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A frente da casa não dava para a estrada.

μπροστά

substantivo feminino

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor, vá para a frente quando eu chamar seu nome.

αρχή

substantivo feminino (começo da fila)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se você for inválido, poderá ir para a frente da fila.

χώρος

substantivo feminino (campo de atividade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Na frente financeira, as ações caíram novamente.

μπροστά

substantivo feminino

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O que a camiseta diz na frente?

μπροστινό μέρος

substantivo feminino

A caixa de correio está quase sempre na frente da propriedade.

μέτωπο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eles são membros da frente popular.

μέτωπο

substantivo feminino (climatologia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uma frente fria entrará na área hoje à noite.

μέτωπο

(militar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muitos homens morreram na frente oriental.

μπροστινό τμήμα, μπροστινό μέρος

substantivo feminino

A frente da parada era onde Karen sempre sonhou estar.
Στην πρώτη γραμμή της παρέλασης ήταν που ονειρευόταν πάντα να βρεθεί η Κάρεν.

μπροστινή όψη, μπροστινή πλευρά

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόσοψη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπροστινή πλευρά

substantivo feminino

Simon olhou para a face da lua.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τοποθέτησε την κάρτα στο τραπέζι με την μπροστινή πλευρά προς τα κάτω.

πρόσθια όψη

(página direita de um livro aberto)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντίθετος

(em oposição a)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα τέρματα ήταν στα αντίθετα (or: απέναντι) άκρα του γηπέδου.

μπροστά, εμπρός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fred caminha adiante, determinado a alcançar seu destino.

από εδώ και πέρα

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά πρόσωπο, κατάφατσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πρέπει να ρωτήσω τη διεύθυνση πριν να δώσω προαγωγή σε κάποιον.

προχωράω, προχωρώ

(μεταφορικά ή κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O exército avançou e lutou contra os romanos.

πηγαίνω μπροστά, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não se esqueça de que os relógios serão adiantados esta noite.

φορτώνω κτ σε κπ

(καθομιλουμένη)

οδηγώ προς τα εμπρός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω το δρόμο μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O policial mandou os garotos seguirem.
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor nos disse para continuarmos com o exercício que ela tinha passado enquanto ela preparava um teste.
Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ.

κατά μέτωπο

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Houve duas fatalidades na colisão frontal. A Ana teve sorte de sobreviver ao acidente frontal do seu carro com um ônibus.
Υπήρχαν δύο θάνατοι στην κατά μέτωπο σύγκρουση. Η Έμμα επιβίωσε από την κατά μέτωπο σύγκρουση του μικρού σπορ αυτοκινήτου της με το λεωφορείο.

πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A filha dele planeja continuar com os negócios da mesma forma que antes.
Η κόρη του σχεδιάζει να συνεχίσει την επιχείρηση ακριβώς όπως ήταν και πριν.

μπροστινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A parte dianteira de um navio é chamada de proa.
Το μπροστινό τμήμα του πλοίου ονομάζεται πλώρη.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πρόσθιος, μπροστινός, εμπρόσθιος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπροστινός

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρωτοποριακός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους.

χωρίς οικονομική ασφάλεια

expressão (precário, apertado, parco)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξώπλατος

adjetivo (vestuário)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτός

locução adjetiva (sapato) (για παπούτσι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπροστά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Curve-se para a frente até a cintura com seus pés separados.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σκύψτε προς τα εμπρός και επαναλάβετε ότι κάνω.

ανάποδα, αντίστροφα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που προηγείται

locução adverbial (competição: vencer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπροστά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ζήτησα από τους εθελοντές να κάνουν ένα βήμα μπροστά.

ακριβώς μπροστά

(ΗΠΑ,αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπροστά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O escoteiro mestre caminhou em frente, logo deixando-nos todos para trás.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Προχώρησε μπροστά δείχνοντάς μας τη σωστή πορεία.

μπροστά

locução adverbial (assento de veículo) (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακριβώς απέναντι

(do outro lado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά μέτωπο, κατά μέτωπον

locução adverbial (em competição)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακριβώς απέναντι

(opor-se diretamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια

(diretamente em frente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πρόσωπο με πρόσωπο

(em pessoa)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trocamos e-mails por um ano antes de finalmente nos encontrarmos cara a cara. Já tínhamos nos visto por fotos, mas a primeira vez que nos vimos cara a cara foi um choque.
Ανταλλάζαμε email για ένα χρόνο πριν τελικά βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Είχαμε δει φωτογραφίες ο ένας του άλλου, αλλά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο σοκαριστήκαμε.

μετωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το αυτοκίνητο εξετράπη στην απέναντι πλευρά του δρόμου και χτύπησε μετωπικά ένα φορτηγάκι.

ευθεία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πίσω μπρος, μπρος πίσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

απευθείας αντιπαράθεση

advérbio (em direta concorrência)

πιο μπροστά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο μέλλον

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

που είναι πιο μπροστά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Δώσ' του να καταλάβει!

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρακαλώ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Se você quiser um livro emprestado, sinta-se à vontade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Παρακαλώ καλέστε, αν χρειάζεστε βοήθεια. Αν θέλεις να δανειστείς κάποιο βιβλίο, παρακαλώ μη διστάζεις.

και γαμώ

(gíria) (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εξώπλατος

(tipo de roupa) (φόρεμα, μπλούζα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Φορούσε ένα εξώπλατο φόρεμα και ήταν κούκλα.

πρώτη γραμμή

(μτφ: της μάχης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο

(οδηγός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτη κορίνα

expressão (boliche) (μπόουλινγκ)

πρώτη γραμμή της μάχης

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελευταία λέξη

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψυχρό μέτωπο

(meteorologia) (μετεωρολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξώπορτα

(entrada principal da casa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Minha família sempre entra e sai da casa pela porta da cozinha, mas preferimos que as visitas usem a porta principal.
Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα.

πρόσοψη κτιρίου

(fachada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπροστινό παράθυρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λαϊκό μέτωπο

(organização de esquerda)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπροστινό μέρος πουκαμίσου

(parte frontal de um navio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενότητα, αλληλεγγύη

(solidariedade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτη γραμμή

(μεταφορικά)

μπροστινό δόντι

μπροστινές σειρές

εμπροσθοφυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μια κλάση πάνω

locução adjetiva (superior a)

Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους.

παρουσία του, μπροστά σε

locução prepositiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπροστά από

locução prepositiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Meu carro está estacionado na frente da sua casa. Vou ficar esperando na frente do restaurante.
Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι σου. Θα περιμένω μπροστά από το εστιατόριο.

πάω ένα βήμα παραπέρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esse ano, a equipe foi um passo adiante e ganhou ambas as competições da compra nacional.

έρχομαι στο προσκήνιο

locução verbal (tornar-se proeminente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προτρέχω

expressão (informal, agir de forma precipitada) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει.

παίρνω το πάνω χέρι

expressão verbal (obter vantagem) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω ευθεία

(direção: continuar adiante) (οδήγηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω να περπατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tentou cumprimentá-lo na rua, mas ele passou direto sem dizer oi.
Προσπάθησε να τον χαιρετήσει στον δρόμο, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει χωρίς να πει ούτε γεια.

προηγούμαι

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προηγούμαι

expressão verbal (με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os guias turísticos vão na frente do grupo de turistas.

είμαι πιο μπροστά

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του frente

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.