Τι σημαίνει το fried στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fried στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fried στο Αγγλικά.

Η λέξη fried στο Αγγλικά σημαίνει τηγανητός, ψόφιος, σπασμένος, λιώμα, τηγανίζω, τηγανίζομαι, ψαράκι, τηγανητή πατάτα, τηγανητές πατάτες, ψήνομαι, εκτελούμαι στην ηλεκτρική καρέκλα, στέλνω στην ηλεκτρική καρέκλα, τηγανισμένος σε πολύ λάδι, τηγανητό κοτόπουλο, τηγανητό αυγό, στήθος πλάκα, τηγανητά φαγητά, onion rings, τηγανητό ρύζι, τηγανιτός, τηγανητός, στιρ φράι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fried

τηγανητός

adjective (cooking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom wanted something fried for lunch.
Ο Τομ ήθελε κάτι τηγανητό για μεσημέρι.

ψόφιος

adjective (figurative, informal, US (exhausted) (καθομ, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah felt totally fried after her final exams.

σπασμένος

adjective (figurative, colloquial (nerves: on edge, agitated) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ryan's nerves were completely fried after the two hour meeting with his boss.

λιώμα

adjective (figurative, slang (high on drugs) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
John was fried on acid when the police found him.

τηγανίζω

transitive verb (cook)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kelsey fried the potatoes until they were golden.
Η Κέσλεϋ τηγάνισε τις πατάτες μέχρι που έγιναν χρυσαφένιες.

τηγανίζομαι

intransitive verb (food: be fried)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Put the bacon in the pan to fry.
Βάλτε το μπέικον στο τηγάνι να τηγανιστεί.

ψαράκι

noun (small fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We went out fishing today but didn't even catch a fry.
Πήγαμε για ψάρεμα σήμερα αλλά δεν πιάσαμε ούτε ψαράκι.

τηγανητή πατάτα

noun (US, usually plural (french fry, thin chip)

Kate dipped a fry in ketchup and ate it.
Η Κέιτ βούτηξε μια τηγανητή πατάτα στο κέτσαπ και την έφαγε.

τηγανητές πατάτες

plural noun (US (serving of french fries)

That place serves the best steak and fries in town.
Εκείνο το μαγαζί έχει την καλύτερη μπριζόλα με τηγανητές πατάτες της πόλης.

ψήνομαι

intransitive verb (slang, figurative (be sunburned) (μεταφορικά: από τον ήλιο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jill fell asleep outside and fried in the sun for an hour.

εκτελούμαι στην ηλεκτρική καρέκλα

intransitive verb (slang, figurative (die by electric chair) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That guy's been convicted of murder; he's going to fry.

στέλνω στην ηλεκτρική καρέκλα

transitive verb (slang, figurative (execute by electric chair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The state fried the death row inmate last week.

τηγανισμένος σε πολύ λάδι

adjective (immersed in boiling fat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deep-fried food is delicious but rather unhealthy.

τηγανητό κοτόπουλο

noun (chicken meat cooked in fat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you are watching your weight, order baked chicken instead of fried chicken.

τηγανητό αυγό

noun (egg cooked in pan of fat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eating fried eggs every morning is not good for your health.
Το να τρως τηγανητά αυγά κάθε πρωί δεν είναι καλό για την υγεία σου.

στήθος πλάκα

plural noun (slang, figurative (woman's flat chest) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His previous girlfriends all had big breasts, but this one has two fried eggs.

τηγανητά φαγητά

noun (food pan-cooked in butter or oil)

To lose weight, avoid eating fried food.

onion rings

plural noun (sliced battered onion)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My steak was served with onion rings, grilled tomato and chips.

τηγανητό ρύζι

noun (rice dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fried rice at this Chinese restaurant is very good.

τηγανιτός

adjective (cooked in a frying pan) (σε λίγο λάδι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τηγανητός

adjective (US (potatoes, chicken: fried)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do you prefer mashed or steak-fried potatoes?

στιρ φράι

adjective (pan-fried quickly on high heat)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
We ordered stir-fried chicken with vegetables.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fried στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fried

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.