Τι σημαίνει το done στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης done στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του done στο Αγγλικά.
Η λέξη done στο Αγγλικά σημαίνει -, έτοιμος, σωστό, έχω γίνει, έχω τελειώσει, έχω τελειώσει, τελειώνω, δεν πρόκειται να ξανακάνω κτ, έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτ, τέλειωσα, είμαι εξαντλημένος, -, φτιάχνω, -, κάνω, κάνω, κάνω, -, πάω, πάω, γεγονός, ντο, χτένισμα, αρκώ, κάνω, είμαι, κάνω, -, φτιάχνω, κάνω, κάνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, παίζω, μαγειρεύω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, γράφω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, κάνω, παίρνω, κάνω κτ σε κτ, φροντίζω να γίνει κτ, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, σε τελική ανάλυση, τελειώνω, σχεδόν έτοιμος, φαίνεται, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, τα έχω περάσει, τα ξέρω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, έγινε, η συμφωνία έκλεισε, τελειωμένος, καταδικασμένος, εξουθενωμένος, σενιαρισμένος, φτιασιδωμένος, κουμπωμένος, βαρέθηκα, κουράστηκα, βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτ, έχω τελειώσει με κπ, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, πάω κτ για κτ, κάνω, φέρνω κτ εις πέρας, -, αμέσως, ανάρμοστος, ακατάλληλος, αποδίδεται δικαιοσύνη, βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω, συγχαρητήρια, καλοψημένος, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης done
-verb, past participle (past participle of do) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He had done what he needed to do. Ό,τι έπρεπε να κάνει το 'χε κάνει. |
έτοιμοςadjective (food: cooked) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Turn off the heat; those steaks are done. |
σωστόadjective (proper) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Wearing jeans to a garden party is not the done thing. Δεν είναι σωστό (or: πρέπον) να φοράει κανείς τζιν σε γάμο. |
έχω γίνει, έχω τελειώσει(have been carried out) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Once your chores are done you can play the Playstation. |
έχω τελειώσει(informal (have finished doing [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Are you done yet? |
τελειώνωverbal expression (informal (finished with [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As soon as I'm done with my current project, I'll begin the next one. Μόλις τελειώσω το τρέχον έργο, θα ξεκινήσω το επόμενο. |
δεν πρόκειται να ξανακάνω κτverbal expression (informal (have finished [sth] undesirable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm a college graduate now; I'm done with waiting on tables! |
έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτverbal expression (informal (have finished doing [sth]) I'm done stacking the shelves; what should I do next? |
τέλειωσα(informal (used up) (το προϊόν) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This bag of nappies is done. Do we have another one? Το κουτί με τις πάνες άδειασε. Έχουμε άλλο; |
είμαι εξαντλημένος(informal (exhausted) I'm done. Let's go home. Τα έχω παίξει. Πάμε σπίτι. |
-auxiliary verb (used to form question) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Do you know where the dog is? Ξέρεις που είναι ο σκύλος; |
φτιάχνωtransitive verb (create, make) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As an artist, he did fabulous things with scrap metal. What a lovely painting; did you do it? Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες; |
-auxiliary verb (used for emphasis) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Do come over for a visit! I do love you, honestly! Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω! |
κάνωtransitive verb (carry out, attend to: task, job) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll do the dishes, since you cooked. Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα. |
κάνωtransitive verb (perform) (εργασίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What are you doing this afternoon? Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα; |
κάνωtransitive verb (work as [sth] for a living) (επάγγελμα, δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What do you do for a living? Τι δουλειά κάνεις; |
-auxiliary verb (used to form negative) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I do not know. Δεν ξέρω. |
πάωintransitive verb (informal (fare, manage) (καταφέρνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How are you doing on that project? Πώς τα πας με το έργο; |
πάωintransitive verb (informal (progress) (επιδόσεις, πρόοδος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How are your kids doing in school? Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο; |
γεγονόςnoun (informal (event) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane bought a red dress for the big do. |
ντοnoun (first note of musical scale) (μουσική νότα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The teacher sang 'do, re, mi' and then the children joined her. Η δασκάλα τραγούδησε το «ντο, ρε, μι», και, έπειτα, τα παιδιά ένωσαν τις φωνές τους με τη δική της. |
χτένισμαnoun (abbreviation, informal (hairdo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sarah's work colleagues all admired her new do. |
αρκώintransitive verb (informal (be satisfactory) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Will this do for you, or should I work on it some more? Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο; |
κάνωintransitive verb (behave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Do as I say, not as I do. |
είμαιintransitive verb (informal (be in a stated condition) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Is she doing any better than yesterday? Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες; |
κάνωintransitive verb (suffice) (επαρκώ, είμαι εντάξει) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Will decaf do, or should I go out and get some real coffee? |
-intransitive verb (used in place of an earlier verb) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) We see things as you do. Βλέπουμε τα πράγματα όπως (τα βλέπεις) και εσύ. |
φτιάχνωtransitive verb (informal (produce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dressmaker could do six dresses in a day. |
κάνωtransitive verb (cause an effect) (κακό, ζημιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Drugs can do a lot of harm. |
κάνωtransitive verb (informal (study) (διδάσκομαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We haven't done trigonometry yet. Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία. |
ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνωtransitive verb (prepare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Should I do the dinner tonight? |
κάνωtransitive verb (make effort) (ό,τι μπορώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It doesn't matter if you pass the exam or not; just do your best. |
παίζωtransitive verb (informal (theatre: present, perform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're doing Hamlet next. |
μαγειρεύω, φτιάχνωtransitive verb (informal (cook) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm going to do a roast this weekend. |
κάνωtransitive verb (have custom of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We don't do that sort of thing here. |
φτιάχνω, κάνωtransitive verb (informal (nails: manicure) (τα νύχια μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She spends half an hour doing her nails every day. |
γράφωtransitive verb (informal (write) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His next idea is to do a book on the history of Wimbledon. |
κάνωtransitive verb (traverse, cover) (απόσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We did five hundred miles in two days. |
φτιάχνωtransitive verb (informal (decorate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They did the baby's bedroom in yellow, just in case. |
πηγαίνω, πάωtransitive verb (informal (travel at a given speed) (με συγκεκριμένη ταχύτητα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They were doing thirty miles an hour when the other car struck them. |
πηγαίνω, πάωtransitive verb (informal (travel, sightsee) (ταξίδι, εκδρομή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're going to do the Riviera this summer. |
κάνωtransitive verb (act, take action) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't just sit there, do something! |
παίρνωtransitive verb (informal (drugs: take) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You're acting really strangely; have you been doing drugs? |
κάνω κτ σε κτ(cause effect on) That rugby game has done a lot of damage to the grass. |
φροντίζω να γίνει κτphrasal verb, transitive, separable (command) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Have it done by noon. |
καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειάnoun (task that is performed well) Congratulations on a job well done! |
σε τελική ανάλυσηexpression (ultimately) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After all is said and done, the decision to have a baby is a personal one. |
τελειώνωadjective (informal (finished) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When you're all done with the quiz, please put your pencil down and wait for everyone else to finish. |
σχεδόν έτοιμοςadjective (informal (nearly finished) I'm almost done; give me five more minutes and I'll join you. |
φαίνεταιverbal expression (person: seem) (ότι έχω κάνει κτ) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I appear to have lost my umbrella. Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου. |
όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουνexpression (have already experienced [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't want to watch a presentation about bankruptcy--been there, done that. |
τα έχω περάσει, τα ξέρωinterjection (informal (I have experienced that.) (εμπειρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισχυρίζομαι, υποστηρίζωverbal expression (achievement: assert) (ότι/πως έχω κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Weston claimed to have invented a new method for producing copper. Ο Γουέστον υποστήριξε πως έχει εφεύρει μια νέα μέθοδο για την παραγωγή χαλκού. |
έγινεinterjection (informal (agreeing to a request to do [sth]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know you want the report finished tonight, so just consider it done. |
η συμφωνία έκλεισεnoun (informal ([sth] formally agreed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He laid the money on the table and they shook hands. It was a done deal. |
τελειωμένος, καταδικασμένοςverbal expression (slang (doomed) (αργκό) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Unless the rescue helicopter finds us before dark, we're done for. Αν δεν μας βρει το ελικόπτερο διάσωσης πριν πέσει το βράδυ είμαστε τελειωμένοι. |
εξουθενωμένοςadjective (informal (extremely tired) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σενιαρισμένος, φτιασιδωμένοςadjective (slang (made more glamorous) (αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) And where exactly do you think you're going, all done up like that? Και που ακριβώς νομίζεις πως θα πας έτσι σενιαρισμένος; |
κουμπωμένοςadjective (informal (clothing: fastened) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You complain about being cold, but your coat's not even properly done up. Παραπονιέσαι ότι έχει κρύο αλλά το παλτό σου δεν είναι καν κουμπωμένο. |
βαρέθηκα, κουράστηκαverbal expression (slang (had enough, stop) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτverbal expression (slang (had enough, stop) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm done with trying to explain it to you - do what you like, I don't care! |
έχω τελειώσει με κπverbal expression (slang (relationship: finish, end) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνειςadjective (difficult to do) (δύσκολο στην εφαρμογή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Losing weight is easier said than done. |
πάω κτ για κτtransitive verb (informal (arrange or cause to have) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I need to get my car fixed. Πρέπει να πάω το αυτοκίνητό μου για φτιάξιμο. |
κάνωverbal expression (informal (accomplish [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The layoff will give me some time to get something done around the house. Λόγω της απόλυσής μου θα έχω περισσότερο χρόνο να κάνω μερικές δουλειές στο σπίτι. |
φέρνω κτ εις πέραςverbal expression (informal (complete tasks) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jocelyn is known around the office for getting things done. |
-transitive verb (arrange, cause) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I need to have my car fixed. Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο. |
αμέσωςexpression (I will do it immediately.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No sooner said than done; one sandwich coming up. |
ανάρμοστος, ακατάλληλοςadjective (improper, inappropriate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Blowing your nose at the dining table is simply not done in polite company. |
αποδίδεται δικαιοσύνηverbal expression (ensure fairness) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I don't want revenge; all I want is to see justice done. |
βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνωverbal expression (try to find solution) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The mechanic said he'd see what can be done to repair my car. |
συγχαρητήριαinterjection (congratulations) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) You got an A on the test? Well done! Πήρες Α στο τεστ; Συγχαρητήρια! |
καλοψημένοςadjective (meat: cooked right through) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I prefer my steak well done because I can't stand the sight of blood. Προτιμώ την μπριζόλα μου καλοψημένη επειδή δεν αντέχω τη θέα του αίματος. |
εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφήςadverb (informal (ultimately) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When all's said and done, you've no right to an opinion on this. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του done στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του done
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.