Τι σημαίνει το potato στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης potato στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του potato στο Αγγλικά.

Η λέξη potato στο Αγγλικά σημαίνει πατάτα, πατατιά, από πατάτα, ψητή πατάτα, πατατάκι, που είναι κολλημένος στον καναπέ, πατατάκια, καυτό θέμα, ψητή πατάτα με τη φλούδα, πουρές, είδος χορού της δεκαετίας του '60, περονόσπορος, πατατάκια, πατατοκροκέτα, μαγειρικό σκεύος παρασκευής πουρέ, πατατοσαλάτα, πατατόσουπα, άμυλο πατάτας, κυδωνάτες πατάτες, πατάτες φούρνου, γλυκοπατάτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης potato

πατάτα

noun (edible tuber)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Baked potatoes are much healthier than fried potatoes.
Οι ψητές πατάτες είναι πολύ πιο υγιεινές από τις τηγανιτές.

πατατιά

noun (potato plant) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The farmer made his money growing potatoes.
Ο γεωργός έβγαλε χρήματα καλλιεργώντας πατάτες.

από πατάτα

adjective (made with potato flour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Which would you prefer - potato waffles or fries?

ψητή πατάτα

noun (potato: oven cooked)

His favorite meal is a rare filet mignon and a baked potato.

πατατάκι

noun (US, usually plural (potato snack: crisp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's have sandwiches and chips for lunch.
Ας φάμε σάντουϊτς και πατατάκια για μεσημεριανό.

που είναι κολλημένος στον καναπέ

noun (slang, figurative (sedentary person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You're becoming a couch potato. You should get some exercise!
Έχεις κολλήσει στην καναπέ. Πρέπει να κάνεις λίγη γυμναστική!

πατατάκια

noun (UK, usually plural (potato snack: chip)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Whenever he brought crisps to school, he shared them with his friends.
Κάθε φορά που έφερνε πατατάκια στο σχολείο, τα μοιραζόταν με τους φίλους του.

καυτό θέμα

noun (figurative, informal (situation, issue: difficult)

ψητή πατάτα με τη φλούδα

noun (potato: baked in its skin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can have lots of different toppings on your jacket potato, but I recommend cheese and mushrooms.

πουρές

noun (uncountable (potato puree) (πατάτας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My son loves a plateful of sausages, fried onions and mashed potato.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι μπριζόλα με πουρέ.

είδος χορού της δεκαετίας του '60

noun (US, dated (popular dance of 1960's)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
To dance the mashed potato, you move your heels in and out.

περονόσπορος

noun (fungal disease affecting potatoes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The potato blight in Ireland in the 1840s caused a massive famine, and many Irish people emigrated to the U.S.

πατατάκια

noun (usually plural (snack food: crisp)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Apparently, several pounds of raw potatoes are needed to make a single pound of potato chips.

πατατοκροκέτα

noun (cylinder of breaded mashed potato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαγειρικό σκεύος παρασκευής πουρέ

noun (implement for pureeing potatoes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm always snapping the handles off my potato mashers.

πατατοσαλάτα

noun (potato chunks in mayonnaise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The picnic menu included fried chicken, potato salad, and ice cream.

πατατόσουπα

noun (soup made from potatoes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άμυλο πατάτας

noun (carbohydrate extract used as thickener)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυδωνάτες πατάτες

noun (thick baked potato slices in the skin)

πατάτες φούρνου

noun (potato basted and oven-cooked)

I cook roast potatoes right in the same pan with my chicken.

γλυκοπατάτα

noun (root vegetable)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sweet potato pie is a common dish in the cuisine of the American South. I like sweet potatoes with grated cheese on them.
Η πίτα με γλυκοπατάτα είναι συνηθισμένο πιάτο της κουζίνας του αμερικάνικου Νότου. Μου αρέσουν οι γλυκοπατάτες με τριμμένο τυρί από πάνω.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του potato στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του potato

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.