Τι σημαίνει το friend στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης friend στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του friend στο Αγγλικά.

Η λέξη friend στο Αγγλικά σημαίνει φίλος, φίλη, είμαι φίλος με κπ, φίλος, φίλη, προστάτης, προστάτιδα, φίλος, φίλη, φίλος, φίλη, Φίλος, Φίλη, κάνω φίλο, κάνω φίλη, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., φιλικά, καλύτερος φίλος, στενός φίλος, στενή φίλη, στενός φίλος, αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη, αφοσιωμένος φίλος, πιστός φίλος, φίλος στα εύκολα, ψευδόφιλη λέξη, οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη, τετράποδος φίλος, φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη, φίλος σε ανάγκη, φίλος που έχει ανάγκη, φίλος μου, καλός φίλος, καλός φίλος, φανταστικός φίλος, φανταστική φίλη, καλός φίλος, έμπιστος, φιλενάδα, κοινός φίλος, φιλαράκο, ο φίλος μου, παλιός φίλος, φίλος δι' αλληλογραφίας, φίλη δι' αλληλογραφίας, έμπιστος φίλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης friend

φίλος, φίλη

noun (closely regarded person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
She has lots of friends.
Έχει πολλούς φίλους.

είμαι φίλος με κπ

verbal expression (on good or intimate terms with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm still friends with my college roommate: we keep in touch regularly.
Είμαστε ακόμα φίλοι με τον συγκάτοικό μου από το πανεπιστήμιο, τα λέμε τακτικά.

φίλος, φίλη

noun (often plural (social media contact)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
We're friends on Facebook
Είμαστε φίλοι στο facebook.

προστάτης, προστάτιδα

noun (often capitalized (patron)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Donate money and become a Friend of the Arts.

φίλος, φίλη

noun ([sb] not hostile)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Friend or foe?

φίλος, φίλη

noun ([sb] of same group)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
You shouldn't criticize our nation's friends in times of crisis.

Φίλος, Φίλη

noun (Quaker) (μτφ: Κουάκεροι)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Some Friends dislike being called Quakers.

κάνω φίλο, κάνω φίλη

transitive verb (befriend on social media) (καθομιλουμένη: διαδίκτυο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I friended a girl I used to know in high school.

Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.

expression ([sb] who helps is real friend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I was sick you certainly proved the old saying, "A friend in need is a friend indeed."

φιλικά

adverb (preface to giving advice)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You know I say this as a friend, but I don't think that you should date him.

καλύτερος φίλος

noun (closest companion)

My dog is my best friend.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τηλεφωνώ την κολλητή μου όταν έχω προβλήματα.

στενός φίλος, στενή φίλη

noun (close friend)

Gladys is a bosom friend of mine.

στενός φίλος

noun (intimate acquaintance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom is a close friend of mine.
Ο Τομ είναι στενός μου φίλος.

αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη

expression (written (letter salutation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφοσιωμένος φίλος, πιστός φίλος

noun (close and trusted acquaintance) (καλός φίλος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Evelyn Waugh was Knox's devoted friend and admirer.

φίλος στα εύκολα

noun (when situation is unproblematic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψευδόφιλη λέξη

noun (word: appears related to another)

οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη

noun (friend of your family)

τετράποδος φίλος

noun (beloved animal, usually a dog or horse)

φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη

noun (person: helps)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I was made homeless, she was a true friend in need, letting me stay with her for a year.
Όταν έμεινα άστεγος, ήταν μια πραγματική φίλη που φάνηκε στην ανάγκη, αφήνοντάς με να μείνω μαζί της για ένα χρόνο.

φίλος σε ανάγκη, φίλος που έχει ανάγκη

noun (person: needs help)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
America usually helps her friends in need.

φίλος μου

noun (person: known, trusted) (άντρας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pierre is a good friend of mine.

καλός φίλος

noun ([sb] close, trusted)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My good friend will always tell me the truth, and always in a kind way.

καλός φίλος

noun ([sb] loved and trusted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was a great friend of mine and I will sorely miss him.

φανταστικός φίλος, φανταστική φίλη

noun (child's pretend playmate)

Many children have an imaginary friend.

καλός φίλος, έμπιστος

noun ([sb] close, confidant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's the kind of intimate friend to whom I could tell all my secrets.

φιλενάδα

noun (female companion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My uncle will be bringing his new lady friend to the party.

κοινός φίλος

noun (shared personal acquaintance)

I met my wife through a mutual friend.

φιλαράκο

noun (ironic, informal (used to threaten or warn) (ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Any more of that talk, my friend, and there will be trouble!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη με τσιγκλάς φιλαράκο, έχω φτάσει στα όριά μου!

ο φίλος μου

noun (dated (informal address)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παλιός φίλος

noun ([sb] one has known well for years)

I love going to college reunions so I can see my old friends.

φίλος δι' αλληλογραφίας, φίλη δι' αλληλογραφίας

noun (friend with whom one corresponds)

When I was a child, I had a penpal in Mexico to whom I wrote letters.
Όταν ήμουν παιδί είχα έναν φίλο δι' αλληλογραφίας από το Μεξικό, στον οποίο έγραφα γράμματα.

έμπιστος φίλος

noun ([sb] one can confide in)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You feel hurt when a trusted friend lets you down. Sharon is my most trusted friend, I can tell her anything.
Πληγώνεσαι όταν ένας έμπιστος φίλος σε απογοητεύει. Η Σάρον είναι η πιο έμπιστη μου φίλη. Μπορώ να της πω τα πάντα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του friend στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του friend

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.