Τι σημαίνει το général στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης général στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του général στο Γαλλικά.

Η λέξη général στο Γαλλικά σημαίνει γενικός, γενικός, γενικός, στρατηγός, πτέραρχος, παγκόσμιος, γενικός, κοινός, ευρύς, αδρός, συνολικός, γενικός, γενικός, καθολικός, ταγματάρχης, μη λογοτεχνικό πεζογράφημα, περιεκτικός, ευρύς, γενικός, κανονικός, πανοραμικός, ελεγκτής, ελέγκτρια, γενικά, γενικώς, γενικά, συνολικά, γενικά, σε γενικές γραμμές, ταξίαρχος, αντιπτέραρχος, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, εποπτικό συμβούλιο, στρατηγός τεσσάρων αστέρων, γενική συναίνεση, στρατηγός, τελικό ποσό, παγωνιά, βαρυχειμωνιά, ενάγων, μηνυτής, κατήγορος, συνολική, γενική εντύπωση, γενικός διευθυντής επιχειρήσεων, κοινωφελής εργασία, γενικό καθολικό, ευρεία έννοια, ευρύτερη έννοια, επικρατούσα άποψη, γενική παραδοχή, κοινή άποψη, κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας, υποστράτηγος, λεπτομερής εστίαση, γενικός εφημέριος, εισαγγελέας, γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία, αρχηγείο, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, γενικόλογα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης général

γενικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le sentiment général était qu'il avait fait une grosse erreur.
Η γενική αίσθηση είναι ότι έκανε μεγάλο λάθος.

γενικός

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En règle générale, tout le monde finit par trouver du travail.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που ισχύει για όλους τους υπαλλήλους μου.

γενικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai une idée générale de ce dont il parle.
Έχω μια γενική ιδέα για τι πράγμα μιλάει.

στρατηγός

nom masculin (Militaire : armée de terre) (στρατός ξηράς)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le général ordonna à ses sergents d'avancer.
Ο στρατηγός είπε στους λοχίες του να προχωρήσουν.

πτέραρχος

nom masculin (Militaire : armée de l'air) (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le général donna quelques mots d'encouragement aux commandants.

παγκόσμιος, γενικός, κοινός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Une augmentation générale des impôts sur le revenu pénalise les pauvres bien plus que les riches.

ευρύς

adjectif (γενικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il avait un intérêt général pour le sport, pas juste le football.
Έδειχνε ευρύ ενδιαφέρον για όλα τα αθλήματα, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο.

αδρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce petit livre très utile offre un panorama général de l'histoire de l'Égypte.
Αυτό το χρήσιμο βιβλιαράκι παρέχει μια χοντρική περιγραφή της ιστορίας της Αιγύπτου.

συνολικός, γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γενικός, καθολικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les habitants de la ville ont exprimé une désapprobation totale des aliments génétiquement modifiés.
Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα.

ταγματάρχης

(armée)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Après cinq ans passés dans l'armée, il a atteint le grade de commandant.
Μετά από πέντε χρόνια στον στρατό, πήρε το αξίωμα του ταγματάρχη.

μη λογοτεχνικό πεζογράφημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιεκτικός, ευρύς, γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les parents souhaitent que leurs enfants bénéficient d'une éducation complète.

κανονικός

(école) (όχι για ειδικές δεξιότητες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Josie est allée dans une école pour les enfants sourds avant d'aller dans une école normale (or: classique).
Η Τζόσι πήγαινε σε ένα ειδικό σχολείο για κουφά παιδιά πριν μεταφερθεί σε ένα κανονικό σχολείο.

πανοραμικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεγκτής, ελέγκτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γενικά, γενικώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Amy aime la musique, le théâtre, la littérature et plus généralement tout ce qui est artistique.

γενικά, συνολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dans l'ensemble, il a fait du bon travail.
Γενικά (or: συνολικά) έκανε αρκετά καλή δουλειά.

γενικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En général, je préfère le chocolat au lait au chocolat noir.
Γενικά προτιμώ τη σοκολάτα γάλακτος απ' τη σοκολάτα υγείας.

σε γενικές γραμμές

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'une manière générale, les chiens nécessitent davantage d'attention que les chats.

ταξίαρχος

nom masculin (στρατός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντιπτέραρχος

(της Βρετανικής αεροπορίας)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Johnson occupe le rang de général de corps aérien.

κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή

(άποψη των περισσότερων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εποπτικό συμβούλιο

nom masculin (équivalent approximatif en France)

στρατηγός τεσσάρων αστέρων

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γενική συναίνεση

nom masculin

στρατηγός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τελικό ποσό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fête du village a réussi à lever un total de 1500 £ pour financer la restauration de l'église.

παγωνιά, βαρυχειμωνιά

nom masculin (vieux ou militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενάγων, μηνυτής, κατήγορος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'avocat général a plus tard admis qu'il avait dissimulé des preuves importantes.

συνολική, γενική εντύπωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενικός διευθυντής επιχειρήσεων

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωφελής εργασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a dû faire 100 heures de travaux d'intérêt général.
Καταδικάστηκε σε 100 ώρες κοινωφελούς εργασίας.

γενικό καθολικό

nom masculin (λογιστική)

Tu vas devoir entrer les totaux dans le grand livre général.

ευρεία έννοια

nom masculin

ευρύτερη έννοια

nom masculin

επικρατούσα άποψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενική παραδοχή, κοινή άποψη

nom masculin

κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υποστράτηγος

(Militaire)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

λεπτομερής εστίαση

(Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενικός εφημέριος

nom masculin (Hiérarchie catholique)

εισαγγελέας

(Droit britannique)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία

nom masculin

αρχηγείο

nom masculin (Militaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας

nom masculin (équivalent)

La Républicaine Pam Bondi a été réélue procureur général de Floride.

γενικόλογα

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του général στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του général

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.