Τι σημαίνει το get off στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης get off στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get off στο Αγγλικά.

Η λέξη get off στο Αγγλικά σημαίνει κατεβαίνω από κτ, αποβιβάζομαι, κατεβαίνω, φτάνω σε οργασμό, φτιάχνομαι με κτ, τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνω, φιλιέμαι, την γλυτώνω, κλέβω, παθιάζομαι με κάτι, παθιάζομαι με κάτι, ξεκινάω στραβά, απογειώνομαι, ξεκινώ, ξεφεύγω από το θέμα, βγαίνω εκτός θέματος, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, κουνάω τον κώλο μου, παίρνω τον κώλο μου, βγάζω κτ από μέσα μου, ξεκαβαλικεύω, σταματώ το παραλήρημα, με γδύνει κπ, έχω οργασμό, ευχαριστιέμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης get off

κατεβαίνω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (alight: from train, etc.)

Here, it is common for passengers to thank the driver as they get off the bus.

αποβιβάζομαι, κατεβαίνω

phrasal verb, intransitive (alight: from train, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Take the subway and get off at Union Station.
Πάρε το μετρό και κατέβα στον σταθμό Γιούνιον.

φτάνω σε οργασμό

phrasal verb, intransitive (vulgar, slang (have an orgasm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It takes me a long time to get off when we have sex in the missionary position.
Μου παίρνει ώρα να φτάσω σε οργασμό όταν κάνουμε έρωτα στην ιεραποστολική στάση.

φτιάχνομαι με κτ

(slang (take pleasure in) (αργκό)

He really gets off on seeing other people suffer.
Πραγματικά φτιάχνεται με το να βλέπει άλλους ανθρώπους να υποφέρουν.

τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνω

phrasal verb, intransitive (informal (be acquitted) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was tried for corruption, but he got off.
Δικάστηκε για διαφθορά, αλλά τη γλίτωσε (or: τη σκαπούλαρε).

φιλιέμαι

(UK, slang (kiss)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I saw Tracy getting off with Kevin last night.

την γλυτώνω

(informal (lenient punishment) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He got off with just a warning.

κλέβω

(informal (steal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boys were able to get off with an apple in each hand before the farmer chased them away.

παθιάζομαι με κάτι

verbal expression (slang (enjoy, be excited by)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παθιάζομαι με κάτι

verbal expression (slang (be sexually excited by)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινάω στραβά

verbal expression (figurative (have a bad start)

απογειώνομαι

verbal expression (figurative (project: start well) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Without funding, the project will never get off the ground.

ξεκινώ

verbal expression (figurative (start: a project)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have a great idea for a business, but I'll need money to get it off the ground.

ξεφεύγω από το θέμα, βγαίνω εκτός θέματος

verbal expression (informal, figurative (digress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lecturer was getting off the point and some of the students had stopped paying attention.

κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο

verbal expression (informal (begin well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our new employee has gotten off to a good start.

κουνάω τον κώλο μου, παίρνω τον κώλο μου

verbal expression (UK, vulgar, slang (stop being lazy, take action) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω κτ από μέσα μου

verbal expression (figurative (confess [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκαβαλικεύω

verbal expression (figurative, informal (stop acting morally superior) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταματώ το παραλήρημα

verbal expression (figurative (stop ranting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με γδύνει κπ

verbal expression (slang (be swindled) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack got ripped off when he bought a designer watch which turned out to be a fake.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγαμε σε ένα καινούριο εστιατόριο και μας έγδυσαν.

έχω οργασμό

verbal expression (slang (have an orgasm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tony wants to get his rocks off.

ευχαριστιέμαι

verbal expression (slang (get pleasure from [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get off στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του get off

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.