Τι σημαίνει το business στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης business στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του business στο Αγγλικά.

Η λέξη business στο Αγγλικά σημαίνει άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, επιχείρηση, επιχειρήσεις, δουλειά, δουλειά, επιχείρηση, θέμα, καθήκον, επαγγελματικός, επαγγελματικός, μεγάλες επιχειρήσεις, μεγάλη δουλειά, επαγγελματική διεύθυνση, διοίκηση επιχειρήσεων, επαγγελματικές υποθέσεις, τα ίδια, τα συνηθισμένα, επείγον επαγγελματικό θέμα, ντύσιμο γραφείου, επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη, επαγγελματική κάρτα, έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου, εμπορικό κέντρο, διακεκριμένη θέση, εμπορική επιχείρηση, επαγγελματική αλληλογραφία, επαγγελματικός κύκλος, εργάσιμη ημέρα, επαγγελματική συμφωνία, επαγγελματικές υποθέσεις, τηλεφωνικός κατάλογος με εταιρίες, περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικία, βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας, επαγγελματική γλώσσα, επιχείρηση, εταιρία, κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς, επιχειρηματικά έξοδα, εταιρικά έξοδα, οικονομικές διακυμάνσεις, ώρες εργασίας, επιχειρηματικό κέντρο, επιχειρηματική ευφυΐα, προέχει η δουλειά, προσωπικό, επαγγελματικό αεροπλάνο, εμπορικό δίκαιο, διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης, επαγγελματική αλληλογραφία, επαγγελματικό γεύμα, διοίκηση επιχειρήσεων, διευθυντής επιχείρησης, βιομηχανικό μάρκετινγκ, επαγγελματική συνάντηση, επιχειρηματικό μοντέλο, εταιρική επωνυμία, βιομηχανικό πάρκο, συνέταιρος, συνεταίρος, επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο, επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, επαγγελματική στέγη, Βελτίωση Επιχειρησιακών Διεργασιών, Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών, επαγγελματικές σχέσεις, ανάγκες επιχείρησης, διοίκηση επιχειρήσεων, επιχειρησιακές σπουδές, κοστούμι, επιχείρηση προς επιχείρηση, επιχείρηση προς επιχείρηση, επαγγελματικό ταξίδι, επαγγελματικό ταξίδι, επαγγελματικό εγχείρημα, ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα, επιχειρηματίας, κάνω δουλειές με κπ, βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας, εμπορεύομαι, έχω εμπορικές συναλλαγές, έχω λίγη δουλειά, ηλεκτρονικό εμπόριο, διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση, οικογενειακή επιχείρηση, μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά, στρώνομαι στη δουλειά, πτωχεύω, δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ, λειτουργώ, έτοιμος, τομέας, κλάδος, μιλάω σοβαρά, κοίτα τη δουλειά σου, κοιτάω τη δουλειά μου, ανόητη,σαχλή συμπεριφορά, βρομοδουλειά,παγαποντιά, δεν είναι δουλειά κάποιου, να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά, επίσημη εργασία, τόπος δραστηριοτήτων, κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση, συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας, λιανική επιχείρηση, σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ, μικρή επιχείρηση, νεοφυής επιχείρηση, διεξάγω εργασίες, διεξάγω εργασίες με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης business

άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας

noun (trade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
William is in business as a shoemaker.

επιχείρηση

noun (countable (company)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My uncle wants to start his own business.
Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά.

επιχειρήσεις

noun (economics: commerce) (οικονομικά: εμπόριο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Fiona is studying business at university.
Η Φιόνα σπουδάζει επιχειρήσεις στο πανεπιστήμιο.

δουλειά

noun (informal (concerns) (μτφ, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's none of your business.
Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα.

δουλειά

noun (sales volume)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We always have more business around the holidays.

επιχείρηση

noun (countable (place of commerce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't allow customers to walk into my business and talk to me in a rude tone.

θέμα

noun (matter, affair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's forget about the business with the bees. There are no items on the agenda under "new business".

καθήκον

noun (responsibility)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My business is to look after my brothers.

επαγγελματικός

noun as adjective (of business)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The two sat down to deal with business matters.

επαγγελματικός

noun as adjective (suitable for business)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I put on my business suit.

μεγάλες επιχειρήσεις

noun (large businesses collectively)

Big business is expected to maintain America's ability to compete in the world market.

μεγάλη δουλειά

noun (informal ([sth] very profitable) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

The arms trade is big business, with a trillion dollars being spent on military purchases each year.

επαγγελματική διεύθυνση

noun (official)

διοίκηση επιχειρήσεων

noun (study of business management)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματικές υποθέσεις

plural noun (commercial matters)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

τα ίδια, τα συνηθισμένα

noun (figurative (normality) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was business as usual in the City of London as million-pound bonuses were paid.

επείγον επαγγελματικό θέμα

noun (urgent matter for discussion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have digressed enough, let's get back to the business at hand.

ντύσιμο γραφείου

noun (smart work clothing) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη

noun (period of commercial growth)

επαγγελματική κάρτα

noun (businessperson's calling card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I ordered my business cards from a well-known company that delivers promptly.
Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα.

έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου

noun (project, expense: justification)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορικό κέντρο

noun (town: commercial district)

διακεκριμένη θέση

noun (airplanes)

εμπορική επιχείρηση

noun (company)

επαγγελματική αλληλογραφία

noun (letters, e-mails)

I have separate files for my business correspondence and my personal correspondence.

επαγγελματικός κύκλος

noun (economic pattern)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The national economy is currently in the growth phase of the business cycle.

εργάσιμη ημέρα

noun (day of trading)

Your phone call will be returned within one business day.

επαγγελματική συμφωνία

noun (agreement, contract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's good business to have written contracts for all your business deals.

επαγγελματικές υποθέσεις

plural noun (transactions, deals)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My uncle refuses to have any more business dealings with our company.

τηλεφωνικός κατάλογος με εταιρίες

noun (listing of businesses)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικία

noun (commercial area of a town or city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can find the large retail stores in the business district.

βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας

(tools) (εργαλείου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαγγελματική γλώσσα

noun (style of English)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marisa is doing a course in business English.

επιχείρηση, εταιρία

noun (commercial institution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς

plural noun (ethics of trading practices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Differences in business ethics are a challenge for global companies.
Οι διαφορές στους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς αποτελεί πρόκληση για τις παγκοσμιοποιημένες εταιρείες.

επιχειρηματικά έξοδα, εταιρικά έξοδα

noun (often plural (expense incurred in doing business)

οικονομικές διακυμάνσεις

plural noun (economic changes)

ώρες εργασίας

plural noun (time span of operation)

επιχειρηματικό κέντρο

noun (centre of business activity)

επιχειρηματική ευφυΐα

noun (information processing)

προέχει η δουλειά

expression (Making a profit comes first.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He felt that I took advantage of his situation, but business is business.

προσωπικό, επαγγελματικό αεροπλάνο

noun (jet for business travel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορικό δίκαιο

noun (set of laws governing business)

διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης

noun (manager in the business sector)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επαγγελματική αλληλογραφία

noun (business correspondence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A letter to a friend is different from a more formal business letter.

επαγγελματικό γεύμα

noun (talking business while eating)

Fast service and a quiet atmosphere made it a popular place for business lunches.

διοίκηση επιχειρήσεων

noun (commercial administration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διευθυντής επιχείρησης

noun (director or supervisor)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The company is advertising for a business manager.

βιομηχανικό μάρκετινγκ

noun (promotion of commercial activity)

επαγγελματική συνάντηση

noun (discussion of commercial activity)

επιχειρηματικό μοντέλο

noun (commercial plan)

εταιρική επωνυμία

noun (company: name other than registered one)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιομηχανικό πάρκο

noun (industrial or commercial area) (βιομηχανίες, βιοτεχνίες)

συνέταιρος, συνεταίρος

noun ([sb] in joint commercial arrangement)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
My business partner had to sign the note as joint owner.

επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο

noun (commercial outline)

Before examining my loan request, the bank wanted to see a business plan.

επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο

noun (commercial investments)

επαγγελματική στέγη

noun (official location)

Βελτίωση Επιχειρησιακών Διεργασιών

noun (strategy for increasing efficiency)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών

noun (optimizing business processes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαγγελματικές σχέσεις

plural noun (working relationships)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ανάγκες επιχείρησης

plural noun (needs of a commercial organization)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διοίκηση επιχειρήσεων

noun (teaches business, management)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Julia is studying for a master's degree in marketing at a business school.

επιχειρησιακές σπουδές

plural noun (study of business management)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I wanted to do a degree in economics but ended up doing a diploma in business studies.

κοστούμι

noun (businessperson's formal outfit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Liam was wearing a smart business suit for his job interview.

επιχείρηση προς επιχείρηση

adverb (between organizations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιχείρηση προς επιχείρηση

adjective (between organizations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We don't sell our products to the general public; we only do business-to-business sales.

επαγγελματικό ταξίδι

noun (journeys: for work)

επαγγελματικό ταξίδι

noun (journey made for work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My secretary booked the hotels for my upcoming business trip.

επαγγελματικό εγχείρημα

noun (start-up business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most business ventures in my town don't last longer than six months.

ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα

noun (business investment involving risk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιχειρηματίας

noun (commercial executive)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κάνω δουλειές με κπ

verbal expression (have commercial dealings with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας

noun (main business activity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They decided to sell off several recent acquisitions and concentrate on their core business.

εμπορεύομαι

(trade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Africa is often regarded as a challenging continent on which to do business.

έχω εμπορικές συναλλαγές

verbal expression (trade or deal with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The US does business with China because each country uses the other's resources.

έχω λίγη δουλειά

verbal expression (have few commercial dealings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηλεκτρονικό εμπόριο

noun (uncountable (online buying and selling)

διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση

noun (online company)

οικογενειακή επιχείρηση

noun (company owned and run by a family)

Eventually, his son will take over the family business.

μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά

noun (slang (sneaky behaviour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're leaving you alone on trust – so no funny business!

στρώνομαι στη δουλειά

verbal expression (start now) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to get down to business if we hope to finish this today.

πτωχεύω

verbal expression (company: fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company went out of business during the recession.

δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ

verbal expression (informal (not have the right) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have no business spreading gossip about me!

λειτουργώ

adjective (company: open for trading, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company has been in business since 1922.

έτοιμος

adjective (ready to do [sth], prepared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τομέας, κλάδος

noun (profession, trade: field) (επαγγελματική δραστηριότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In his line of business it is customary to pay in cash only. The company is going to eliminate the two lines of business that are not performing well.
Στον κλάδο του, συνηθίζεται οι πληρωμές να γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. Η εταιρεία θα καταργήσει δύο επιχειρηματικές μονάδες, οι οποίες δεν είναι αποδοτικές.

μιλάω σοβαρά

verbal expression (be serious about [sth])

κοίτα τη δουλειά σου

interjection (informal (the matter doesn't concern you) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's nothing to do with you; mind your own business!

κοιτάω τη δουλειά μου

verbal expression (informal (look after what does concern you) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you mind your own business, you won't get in as much trouble.
Αν κοιτάς τη δουλειά σου, δεν θα μπλέκεις τόσο πολύ.

ανόητη,σαχλή συμπεριφορά

noun (figurative, slang (silly or frivolous behaviour) (μεταφορικά,αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The substitute teacher quickly put an end to all the monkey business.

βρομοδουλειά,παγαποντιά

noun (figurative, slang (trickery, deceitful behaviour) (μεταφορικά,αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
One had to be careful when dealing with the hawkers in the market, who were famous for their monkey business.

δεν είναι δουλειά κάποιου

noun (informal (does not concern [sb]) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What I do with my time off is none of your business.
Το τι κάνω στον ελεύθερό μου χρόνο δε σε αφορά.

να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά

interjection (informal (it isn't your concern) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How much do I earn? None of your business!

επίσημη εργασία

noun (professional matters or duties)

She is not here for casual conversation; she has official business to conduct.

τόπος δραστηριοτήτων

noun (premises) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση

verbal expression (company, person: cause to fail) (επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας

noun (customary)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λιανική επιχείρηση

noun (business: sells goods)

σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ

noun (entertainment industry)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She's been in show business since before we were born.

μικρή επιχείρηση

noun (company with few employees)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Small businesses are allowed special loan rates.

νεοφυής επιχείρηση

noun as adjective (new business)

διεξάγω εργασίες

verbal expression (have commercial dealings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I prefer to transact business at a fine restaurant instead of in the boardroom.

διεξάγω εργασίες με

transitive verb (have commercial dealings with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Because of their lending practices, we do not transact business with that bank.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του business στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του business

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.