Τι σημαίνει το general στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης general στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του general στο Αγγλικά.

Η λέξη general στο Αγγλικά σημαίνει γενικός, γενικός, γενικός, στρατηγός, πτέραρχος, γενικός εισαγγελέας, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, Ετήσια Γενική Συνέλευση, ετήσια γενική συνέλευση, συνήθως, γενικά, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια, γενικός διευθυντής, στρατηγός τεσσάρων αστέρων, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, γενική αναισθησία, γενική αναισθησία, γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα, γενική συναίνεση, γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία, βουλευτικές εκλογές, γενική ιδέα, γενικές γνώσεις, γενικό καθολικό, γενικός διευθυντής, γενική ιατρική, στρατηγός, ομόρρυθμος εταίρος, κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα, γενικός γιατρός, κοινό, γενικός κανόνας, κατάστημα γενικού εμπορίου, γενική απεργία, θεωρία της σχετικότητας, γενικόλογα, γενικής χρήσης, γενικός γιατρός, τεχνίτης, μάστορας, γενικά, σε γενικές γραμμές, γενικός επιθεωρητής, υποστράτηγος, Γενικός Γραμματέας, αντιεισαγγελέας, αντιεισαγγελέας, αντιεισαγγελέας, αρχιχειρούργος, γενικός εφημέριος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης general

γενικός

adjective (widespread)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The general feeling is that he made a big mistake.
Η γενική αίσθηση είναι ότι έκανε μεγάλο λάθος.

γενικός

adjective (global, overall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a general rule that applies to all of my employees.
Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που ισχύει για όλους τους υπαλλήλους μου.

γενικός

adjective (approximate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have a general idea what he is talking about.
Έχω μια γενική ιδέα για τι πράγμα μιλάει.

στρατηγός

noun (military: army) (στρατός ξηράς)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The general told his sergeants to advance.
Ο στρατηγός είπε στους λοχίες του να προχωρήσουν.

πτέραρχος

noun (military: air force) (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The general gave all the squadron leaders a pep talk.

γενικός εισαγγελέας

noun (US, initialism (law: Attorney General)

εκπρόσωπος

noun (chief representative)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπρόσωπος

noun (English government: representative)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ετήσια Γενική Συνέλευση

noun (initialism (Annual General Meeting)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ετήσια γενική συνέλευση

noun (yearly firm meeting)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνήθως, γενικά

adverb (usually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I don't eat meat as a general rule, but I make an exception for my mother's cooking. Sometimes I'm late, but as a general rule I always try to be on time.

γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας

noun (US (head of US legal system)

Eric H. Holder, Jr. was sworn in as Attorney General of the United States on February 3, 2009.

γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας

noun (US (head of state legal system)

Republican Pam Bondi has been re-elected as Florida's Attorney General.

γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια

noun (mainly UK, initialism (Director General)

The DG of the enterprise is out of the country this week.

γενικός διευθυντής

noun (mainly UK (chief executive)

στρατηγός τεσσάρων αστέρων

noun (high-ranking military officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dwight David Eisenhower was a four-star-general.

κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή

noun (opinion of most people) (άποψη των περισσότερων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Scientists are in general agreement that the Big Bang took place about 17 billion years ago.

γενική αναισθησία

noun (induced unconsciousness) (ιατρική)

The patient will be under general anesthesia during his surgery.

γενική αναισθησία

noun (US ([sth] administered to induce unconsciousness)

You will always receive a general anesthetic before major surgery.

γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα

noun ([sth] commonly considered true)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Contrary to general belief, penguins do not just live in extremely cold conditions.

γενική συναίνεση

noun (overall agreement)

We didn't vote, but there was general consent to canceling the picnic.

γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία

noun (nonspecialized course of study)

βουλευτικές εκλογές

noun (national election)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The Government was forced to call a general election after losing its majority in the House of Commons. We expect the current government to be voted out at the next general election.
Η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να ζητήσει βουλευτικές εκλογές αφού έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αναμένουμε η τωρινή κυβέρνηση να μην ψηφιστεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

γενική ιδέα

noun (approximately the thought)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She did not understand the essay completely but she got the general idea.

γενικές γνώσεις

noun (commonly-known facts)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The team won the pub quiz thanks to the breadth of its general knowledge.

γενικό καθολικό

noun (records, accounts) (λογιστική)

You will need to enter the totals in the general ledger.

γενικός διευθυντής

noun (supervisor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The general manager of a baseball team approves all of the hiring decisions.

γενική ιατρική

noun (non-surgical branch of medicine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most family doctors practice only general medicine.

στρατηγός

noun (high-ranking military officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ομόρρυθμος εταίρος

(economics)

κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα

noun (US (main post office branch)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The general post office is located in the neighborhood of Chelsea.

γενικός γιατρός

noun (UK, formal (family doctor)

Everyone should see a general practitioner for regular checkups.

κοινό

noun (people in general)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The park is closed to the general public.

γενικός κανόνας

noun ([sth] customary)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The general rule is that the bride's parents pay for the wedding.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι οι γονείς της νύφης πληρώνουν το γάμο.

κατάστημα γενικού εμπορίου

noun (US (shop selling a variety of goods)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Because of big shopping malls and supermarkets, it's hard to find a general store these days.

γενική απεργία

noun (mass work stoppage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A true general strike could easily topple a government. The general strike was very impressive: practically no-one in the whole city went to work that day.
Μια γενική απεργία θα μπορούσε εύκολα να ρίξει την κυβέρνηση. Η γενική απεργία ήταν πολύ εντυπωσιακή: ουσιαστικά κανένας σε όλη την πόλη δεν πήγε στη δουλειά εκείνη την ημέρα.

θεωρία της σχετικότητας

noun (physics: Einstein's theory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Einstein's general theory of relativity replaced the Newton's earlier theory of gravitation.

γενικόλογα

noun (often plural (abstract term)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

γενικής χρήσης

adjective (not for one specific use)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γενικός γιατρός

noun (UK, colloquial, initialism (doctor: general practitioner)

When is the last time you saw your GP for a physical exam?

τεχνίτης, μάστορας

noun (man employed to do odd jobs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mrs. Winters hired a handyman to clean her gutters.

γενικά

adverb (generally, as a rule)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In general I prefer milk chocolate to dark chocolate.
Γενικά προτιμώ τη σοκολάτα γάλακτος απ' τη σοκολάτα υγείας.

σε γενικές γραμμές

adverb (generally, approximately)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In general terms, dogs need looking after more than cats.

γενικός επιθεωρητής

noun (military: investigating officer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποστράτηγος

noun (military officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Γενικός Γραμματέας

noun (chief administrative officer)

αντιεισαγγελέας

noun (US (officer next to attorney general)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αντιεισαγγελέας

noun (law officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αντιεισαγγελέας

noun (US (chief legal officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχιχειρούργος

noun (US (United States' chief medical officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Surgeon General warns that smoking may be hazardous to your health.

γενικός εφημέριος

noun (initialism (vicar general)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του general στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του general

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.