Τι σημαίνει το glowing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης glowing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του glowing στο Αγγλικά.

Η λέξη glowing στο Αγγλικά σημαίνει λαμπερός, λαμπρός, που λάμπει, που αστράφτει, διθυραμβικός, λαμπερός, λαμπερός, φωτεινός, φως, λάμψη, λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, λάμπω από κτ, λάμψη, λάμπω, αστράφτω, καίγομαι, αστραφτερή επιδερμίδα, ενθουσιώδη σχόλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης glowing

λαμπερός, λαμπρός

adjective (giving light)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The glowing full moon lit up the night.
Η λαμπερή πανσέληνος φώτιζε τη νύχτα.

που λάμπει, που αστράφτει

adjective (figurative (person) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura was glowing when she found out that she got the job.
Η Λώρα έλαμψε όταν έμαθε ότι πήρε τη δουλειά.

διθυραμβικός

adjective (figurative (review, etc.: full of praise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The play received glowing reviews in all the national newspapers.

λαμπερός

adjective (skin: clear, healthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Polly's glowing skin is down to a good moisturiser.

λαμπερός, φωτεινός

adjective (color: warm, rich)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The statue was painted a glowing gold color.

φως

noun (light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter read a book by the glow of a small lantern.
Ο Πέτρος διάβασε ένα βιβλίο υπό το φως ενός μικρού φαναριού.

λάμψη

noun (skin: healthy radiance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kate's skin always had a nice glow to it.
Το δέρμα της Κέιτ είχε πάντοτε μια όμορφη λάμψη.

λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω

intransitive verb (give light)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stars glowed brightly in the night sky.
Τα αστέρια έλαμπαν φωτεινά στον νυχτερινό ουρανό.

λάμπω, αστράφτω

intransitive verb (person: be exuberant) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel glowed when she found out that she got the job.
Η Ρέιτσελ άστραφτε όταν έμαθε ότι πήρε τη δουλειά.

λάμπω

intransitive verb (figurative (person: be radiant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can tell Sara is pregnant; she's glowing.

λάμπω από κτ

(figurative (radiate: pride, health)

Alisha glowed with pride as the gold medal was presented to her daughter.

λάμψη

noun (color: richness) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The red paint had a warm glow to it.

λάμπω, αστράφτω

intransitive verb (skin) (μεταφορικά: δέρμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Karen knew that her daughter was pregnant by the way that her skin glowed.

καίγομαι

intransitive verb (be hot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The coals glowed in the fireplace.

αστραφτερή επιδερμίδα

noun (clear, healthy facial skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Married life really suits you; I can tell by your glowing complexion!

ενθουσιώδη σχόλια

noun (figurative (praise)

The inspectors gave the college a glowing report.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του glowing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του glowing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.