Τι σημαίνει το guest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης guest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guest στο Αγγλικά.

Η λέξη guest στο Αγγλικά σημαίνει καλεσμένος, προσκεκλημένος, προσκεκλημένος, καλεσμένος, πελάτης, πελάτισσα, επισκέπτης, επισκέπτρια, παράσιτο, αντικαθιστώ, αναπληρώνω, ελεύθερα, λίστα καλεσμένων, τιμώμενο πρόσωπο, πρόσκληση, ξενώνας, προσκεκλημένος ομιλητής, προσκεκλημένη ομιλήτρια, φιλική συμμετοχή, αλλοδαπός εργαζόμενος, βιβλίο επισκεπτών, βιβλίο επισκεπτών, ξενώνας, ένοικος ξενοδοχείου, φιλοξενούμενος, ένοικος, νοικάρης, ενοικιαστής, ξεχωριστός καλεσμένος, απρόσκλητος επισκέπτης, καλεσμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης guest

καλεσμένος, προσκεκλημένος

noun (person invited to one's home)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
We are going to have three guests over tonight.
Θα έχουμε τρεις μουσαφίρηδες απόψε.

προσκεκλημένος, καλεσμένος

noun (person invited to a social event)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
There were 200 guests at our wedding reception.
Είχαμε 200 προσκεκλημένους στη δεξίωση του γάμου μας.

πελάτης, πελάτισσα

noun (patron of hotel or restaurant)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The hotel had three hundred guests staying there.
Το ξενοδοχείο είχε 300 πελάτες που έμεναν εκεί.

επισκέπτης, επισκέπτρια

noun (computing: user with no account)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
You can log on to the computer as a guest.
Μπορείς να συνδεθείς στον υπολογιστή ως επισκέπτης.

παράσιτο

noun (biology: parasite)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The guest feeds parasitically on the host.
Το παράσιτο ζει παρασιτικά εις βάρος του ξενιστή.

αντικαθιστώ, αναπληρώνω

intransitive verb (TV, radio: stand in for host)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred Jones is on holiday this week, so comedian Jack Burton will guest for him on tonight's show.
Ο Φρεντ Τζόουνς είναι σε διακοπές αυτή την εβδομάδα και θα τον αντικαταστήσει ο κωμικός Τζακ Μπάρτον στο αποψινό σόου.

ελεύθερα

expression (help yourself)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you want some lemonade, be my guest!

λίστα καλεσμένων

noun (names of everyone invited)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sorry, you can't come in - your name isn't on the guest list.

τιμώμενο πρόσωπο

noun (person for whom gathering is held) (για όλα τα γένη)

Prince Faisal was the guest of honor at today's presidential dinner.

πρόσκληση

noun (privileged access)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We were issued with guest passes for the VIP area.

ξενώνας

noun (spare bedroom for guests)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Our guest room does double duty as a home office.

προσκεκλημένος ομιλητής, προσκεκλημένη ομιλήτρια

noun ([sb] invited to give speech)

φιλική συμμετοχή

noun (tv: famous actor playing a role)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James Franco was recently a guest star on the soap opera "General Hospital".

αλλοδαπός εργαζόμενος

noun (person working in foreign country)

Mika went to Australia for three months as a guest worker.

βιβλίο επισκεπτών

noun (book signed by visitors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Please sign our guestbook before leaving the hotel.
Σας παρακαλούμε να υπογράψετε το βιβλίο επισκεπτών πριν αναχωρήσετε από το ξενοδοχείο.

βιβλίο επισκεπτών

noun (webpage signed by visitors) (μεταφορικά: ιστοσελίδα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The artist's webpage has a guestbook for visitors to record their names and comments.

ξενώνας

noun (outbuilding for guests)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Grandma and Grandpa will stay in the guesthouse when they visit.

ένοικος ξενοδοχείου

noun ([sb] staying at a hotel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλοξενούμενος

noun ([sb] staying at one's home)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ένοικος, νοικάρης, ενοικιαστής

noun (lodger)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I stayed as a paying guest with an English family during my holiday.

ξεχωριστός καλεσμένος

noun (TV: performer making special appearance)

Our special guest on the show tonight is actor and musician Jack Black!

απρόσκλητος επισκέπτης

noun (unwelcome person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The doormen made sure that no uninvited guests were able to get into the party.

καλεσμένος

noun ([sb] invited to a marriage ceremony)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bride did not recognize the wedding guest in the brown tuxedo.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του guest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.