Τι σημαίνει το put στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης put στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του put στο Αγγλικά.

Η λέξη put στο Αγγλικά σημαίνει τοποθετώ, ακουμπάω, βάζω, θέτω, δικαίωμα πώλησης, αναχωρώ, αποπλέω, βάζω, τοποθετώ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εκφράζω, διατυπώνω, βάζω, εκτιμώ, υπολογίζω, ποντάρω, -, βάζω, ρωτάω, ρωτώ, επιβάλλω, βάζω, διαδίδω, αλλάζω ρότα, αλλάζω κατεύθυνση, περνάω, τακτοποιώ, βάζω στην άκρη, βάζω στην άκρη, καταβροχθίζω, κλείνω σε ψυχιατρική κλινική, κάνω ευθανασία, αναβάλλω, επιστρέφω, φυλάω, βάζω στην άκρη, ταπεινώνω, εξευτελίζω, κάνω ευθανασία, σημειώνω, γράφω, λογαριάζω, υπολογίζω, θεωρώ κπ/κτ ως κτ, αποδίδω, προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ, προτείνω, τοποθετώ, βάζω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, εργάζομαι, δουλεύω, σχολιάζω, λέω, υποβάλλω, υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα, βάζω κτ σε κτ, αποτρέπω, αποθαρρύνω, αναβάλλω, προκαλώ αποστροφή, απωθώ, αρχίζω να σιχαίνομαι κτ, φοράω, φορώ, είμαι ο κακός, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, ανοίγω τα χαρτιά μου, δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος, συγκρατώ, χαλάω, δίνω ένα τέλος σε κτ, περιορίζω, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, μαγεύω, κάνω μάγια, χαλάω τα σχέδια κπ, βάζω ένα τέλος σε κτ, επιβάρυνω, στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι, επιβάλλω εμπορικό αποκλεισμό, βάζω ένα τέλος σε κτ, αφήνω στην άκρη, αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη, ηρεμώ, καθησυχάζω, θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο, θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω, ρισκάρω, ξαναβάζω, επανασυναρμολογώ, βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ, αφήνω κτ πίσω μου, αφήνω, ακουμπώ, αποδίδω κτ, βγάζω ρίζες, ριζώνω, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, προκαλώ μπελάδες σε κπ, λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ, βάζω κπ σε δίλημμα, στριμώχνω, κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα, αλυσοδένω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, βάζω στην φυλακή, φυλακίζω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία, βάζω σε λειτουργία, βάζω κτ σε τάξη, βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ, βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις, βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, βάζω κπ στη θέση του, εφαρμόζω, φέρνω κπ σε επαφή με κπ, φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον, κλοτσώ τη μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου, γράφω, εφαρμόζω, θέτω σε δράση, δίνω κπ σε ίδρυμα, θέτω σε ισχύ, καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώ, βάζω στη θέση του, λέω, μιλάω, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, τα κοπανάω, προσποιούμαι, καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, κάτι που με χαλάει, υπεκφυγή, αποσυντονίζω, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης put

τοποθετώ, ακουμπάω

transitive verb (place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He put his glass on the edge of the table.
Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

βάζω

transitive verb (figurative (cause to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He put all his affairs in order before leaving for Australia.
Έβαλε σε τάξη όλες τις υποθέσεις του πριν φύγει για την Αυστραλία.

θέτω

transitive verb (phrase, state)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I tell her, I'll put it in a way that won't upset her.
Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω.

δικαίωμα πώλησης

noun (finance: option)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He placed a put on the stock as insurance against a fall in price.

αναχωρώ, αποπλέω

intransitive verb (vessel, craft: go, move)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The aircraft carrier put to sea with eighty aircraft aboard.

βάζω

transitive verb (insert) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please put the mail in the slot of the mailbox.

τοποθετώ

transitive verb (place in the custody of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The social workers put the child with a foster family.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

transitive verb (drive, force)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tank corps put the enemy infantry to flight.

εκφράζω, διατυπώνω

transitive verb (phrase, express)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you put that in plain English for me? I don't understand your technical words.
Μπορείς να το πεις με απλά ελληνικά; Δεν καταλαβαίνω την τεχνική ορολογία.

βάζω

transitive verb (assign, attribute) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's put John to work on this task.

εκτιμώ, υπολογίζω

transitive verb (estimate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would put the cost at around five hundred dollars.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πόσο το κάνεις; Λες να κοστίσει πολλά χρήματα;

ποντάρω

transitive verb (wager)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I'll put twenty dollars on this horse. I think she'll win.

-

transitive verb (apply) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You should put your language skills to use in translating or interpreting.
Θα πρέπει να εφαρμόσεις τις γλωσσικές δεξιότητές σου όταν μεταφράζεις ή κάνεις διερμηνεία.

βάζω

transitive verb (make)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's put an end to this argument.
Ας δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη διαφωνία.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (pose: a question)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me put this to you: How did birds evolve?

επιβάλλω

transitive verb (impose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government put a charge on applying for a driving licence.

βάζω

(add) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shopkeeper put an additional shipping charge on the purchase.

διαδίδω

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (spread: a rumour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was put about that she was of loose moral character.

αλλάζω ρότα, αλλάζω κατεύθυνση

phrasal verb, intransitive (nautical: turn around)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He quickly put about to avoid the boat hitting the submerged rock.

περνάω

phrasal verb, transitive, separable (convey: message, point) (μεταφορικά: μήνυμα, ιδέες, απόψεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He put his ideas across neatly and succinctly.
Μετέφερε τις ιδέες του όμορφα και συνοπτικά.

τακτοποιώ, βάζω στην άκρη

phrasal verb, transitive, separable (tidy up, put in correct place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My dad told me to put away my clothes.
Ο μπαμπάς μου μου είπε να τακτοποιήσω τα ρούχα μου.

βάζω στην άκρη

phrasal verb, transitive, separable (save: money) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Every year, I put away some money for a new car.
Κάθε χρόνο βάζω στην άκρη κάποια χρήματα, για να αγοράσω καινούργιο αμάξι.

καταβροχθίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (eat: a large amount) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tacos must be his favorite food because he can sure put them away!
Τα τάκος πρέπει να είναι το αγαπημένο του φαγητό γιατί μπορεί να τα καταβροχθίσει!

κλείνω σε ψυχιατρική κλινική

phrasal verb, transitive, separable (informal (commit to a mental institution) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ευθανασία

phrasal verb, transitive, separable (informal (pet: have killed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (postpone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιστρέφω

phrasal verb, transitive, separable (replace, tidy away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you've finished the book, please put it back on the shelf.
Όταν τελειώσεις το βιβλίο επίστρεψέ το σε παρακαλώ στο ράφι.

φυλάω, βάζω στην άκρη

phrasal verb, transitive, separable (reserve, keep to one side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταπεινώνω, εξευτελίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (disparage, speak ill of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You shouldn't put him down like that.
Δεν έπρεπε να τον εξευτελίσεις έτσι.

κάνω ευθανασία

phrasal verb, transitive, separable (euphemism (animal: kill as an act of mercy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The vet had to put our guinea pig down because she was very sick.

σημειώνω, γράφω

phrasal verb, transitive, separable (write, make note of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will put down that information in my notebook.
Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου.

λογαριάζω, υπολογίζω

phrasal verb, transitive, separable ([sb] promises to contribute [sth]) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
So, can I put you down for a $20 donation this month? That's very generous of you. Can I put you down for £1,000?
Λοιπόν, μπορώ να σε υπολογίσω για μια δωρεά των είκοσι ευρώ αυτό τον μήνα; Αυτό είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου. Μπορώ να σε υπολογίσω για 1.000 λίρες;

θεωρώ κπ/κτ ως κτ

phrasal verb, transitive, separable (consider [sb/sth] to be [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδίδω

phrasal verb, transitive, inseparable (ascribe to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ

phrasal verb, transitive, separable (propose, outline)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προτείνω

phrasal verb, transitive, separable (propose, suggest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The responsibilities were so overwhelming that no-one wanted to put himself forward.
Οι ευθύνες ήταν τόσο μεγάλες που κανένας δεν ήθελε να προτείνει τον εαυτό του.

τοποθετώ, βάζω

phrasal verb, transitive, separable (insert, place inside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

phrasal verb, transitive, separable (contribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If we all put in £15, that will cover the bill.
Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό.

εργάζομαι, δουλεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (work)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I put in 15 hours today.
Σήμερα δούλεψα 15 ώρες.

σχολιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, separable (say, make: a comment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"I've got a better idea," Abi put in.

υποβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (submit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've put an application in for that job.
Υπέβαλα αίτηση για αυτή τη δουλειά.

υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα

phrasal verb, transitive, inseparable (submit request)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Martha put in for 2 weeks of unpaid vacation at work.

βάζω κτ σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (insert or place in)

To start the car, put the keys into the ignition.
Για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο βάλε τα κλειδιά στη μίζα.

αποτρέπω, αποθαρρύνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (discourage, deter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't want to put you off, but that make of car you're thinking of buying is very hard to maintain. That was disgusting; it has put me off my dinner.
Δεν θέλω να σε αποτρέψω αλλά αυτό το είδος αυτοκινήτου που σκέφτεσαι να αγοράσεις είναι πολύ δύσκολο να το συντηρήσεις.

αναβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (delay until later)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm busy this afternoon; can we put our meeting off until tomorrow? He was too busy in the morning, so he put his appointment off until the afternoon.
Είμαι απασχολημένος αυτό το απόγευμα, μπορούμε να αναβάλλουμε τη συνάντησή μας μέχρι αύριο;

προκαλώ αποστροφή, απωθώ

phrasal verb, transitive, separable (cause to dislike)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was put off of seafood after getting food poisoning from an oyster. That was disgusting – it's really put me off my dinner.
Η τροφική δηλητηρίαση που έπαθε από ένα όστρακο του προκάλεσε αποστροφή στα θαλασσινά.

αρχίζω να σιχαίνομαι κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal, nonstandard (cause to dislike) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was put off of seafood after getting food poisoning from some prawns.
Άρχισε να σιχαίνεται τα θαλασσινά, αφότου έπαθε δηλητηρίαση από κάτι γαρίδες.

φοράω, φορώ

phrasal verb, transitive, separable (clothing: wear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She put on a pretty dress to wear to the party.

είμαι ο κακός

verbal expression (US, informal, figurative (be the bad guy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

(get fatter, heavier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most college students gain weight during their first year of school. I've put on so much weight, my trousers won't do up!

ανοίγω τα χαρτιά μου

verbal expression (figurative (be frank) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's time for everyone to put their cards on the table.

δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος

verbal expression (informal (endure [sth])

Let's put on a brave face and get on with it.

συγκρατώ

verbal expression (restrict [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω

verbal expression (informal, figurative (spoil [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω ένα τέλος σε κτ

verbal expression (end [sth], call a stop to [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quick action by the authorities put a halt to the street riots after the football match.

περιορίζω

verbal expression (figurative (fix an upper limit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager decided to put a lid on pointless spending in the department.

κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω

transitive verb (literal (bewitch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The witch put a spell on the man, who then turned into a toad.

μαγεύω, κάνω μάγια

transitive verb (figurative (charm, enchant) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω τα σχέδια κπ

verbal expression (UK, informal, figurative (plan: ruin)

Peter was planning to go away for the weekend, until the boss put a spoke in his wheel by giving him a load of work to get done by Monday morning.

βάζω ένα τέλος σε κτ

transitive verb (end, curtail)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The students are cheating; we'll put a stop to that right away. Prohibition did not put a stop to people drinking alcohol, in fact the reverse was true.

επιβάρυνω

verbal expression (subject to stress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι

verbal expression (proverb (rely on a single plan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you put all your eggs in one basket you risk losing them all.

επιβάλλω εμπορικό αποκλεισμό

verbal expression (ban trade with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω ένα τέλος σε κτ

transitive verb (stop, curtail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The fall put an end to her skiing career. I'll put an end to this nonsense right away!

αφήνω στην άκρη

(place to one side)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put aside what you are doing; it's time to have lunch.
Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό.

αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη

verbal expression (figurative (ignore, disregard) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's put aside our differences, so we can come up with a solution to our common problem.
Ας αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας για να μπορέσουμε να βρούμε μια λύση για το κοινό μας πρόβλημα.

ηρεμώ, καθησυχάζω

verbal expression (make comfortable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gillian put us at ease before the test by making a joke.

θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο

verbal expression (endanger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have put our lives at risk by driving so carelessly.

θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνο

verbal expression (expose to)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
We were put at risk of severe sunburn, working outdoors at midday.

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (risk)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was a large amount of money to put at stake but he was willing to take the risk.
Επρόκειτο να διακινδυνεύσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό όμως ήταν αποφσισμένος να το ρισκάρει.

ξαναβάζω

verbal expression (lid, cover: replace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stir the soup and put the lid back on for thirty minutes.

επανασυναρμολογώ

verbal expression (reassemble [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ

(prioritize more highly than)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will always put my children's welfare before my own desires.

αφήνω κτ πίσω μου

verbal expression (forget [sth/sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω, ακουμπώ

(place on surface)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patsy put her pens down on the desk. The child's mother put him down and he ran off to play on the swings.
Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια.

αποδίδω κτ

verbal expression (UK, informal (consider as reason) (σε κάτι άλλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sharon never speaks to me; I put it down to shyness.

βγάζω ρίζες, ριζώνω

verbal expression (settle: in a place) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After years of wandering, we've finally put down roots in this area.
Μετά από χρόνια περιπλάνησης τελικά ριζώσαμε σε αυτήν την περιοχή.

στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ

transitive verb (trust, believe in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to do something now; we can't put faith in their promises of a future solution. As an atheist, I put my faith in the power of the human mind.

προκαλώ μπελάδες σε κπ

verbal expression (informal (make situation difficult)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ

transitive verb (informal (say [sth] in support of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dad's angry at my big sister; Grandpa's going to put in a good word for her.

βάζω κπ σε δίλημμα

verbal expression (create dilemma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your offer has put me in a real quandary.

στριμώχνω

verbal expression (informal (make situation difficult) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob's gambling debts have put him in a tight spot financially.

κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα

verbal expression (show up, be present briefly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss usually puts in an appearance at the annual employee picnic.

αλυσοδένω

transitive verb (figurative (enslave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Millions of Africans were put in chains and sent to the New World.

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (risk the life of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's putting his own life in danger by driving so recklessly. Don't wave those scissors near him; you'll put him in danger.
Διακινδυνεύει την ίδια του τη ζωή οδηγώντας τόσο απερίσκεπτα.

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (risk the security of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The success of the project has been put in danger by the recent economic downturn.
Η επιτυχία του έργου διακινδυνεύτηκε από την πρόσφατη οικονομική ύφεση.

βάζω στην φυλακή, φυλακίζω

transitive verb (imprison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (endanger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politician put his career in jeopardy by having an affair. You may have put his life in jeopardy.
Ο πολιτικός ρίσκαρε την καριέρα του κάνοντας σχέση.

θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία

transitive verb (initiate, set off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just say the word and the plan will be put in motion.

βάζω σε λειτουργία

transitive verb (initiate, set off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was time to put the plan in operation.

βάζω κτ σε τάξη

verbal expression (arrange correctly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pages of the manuscript were muddled up so I had to put them in order.

βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ

verbal expression (make correct)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Before he died, my father was careful to put all his affairs in order.

βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις

transitive verb (make appear proportionate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The disaster helped me put my problems in perspective.

βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις

transitive verb (make appear insignificant) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ

verbal expression (implement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The school has put measures in place to ensure no stranger can gain access to the building.
Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο.

βάζω κπ στη θέση του

verbal expression (figurative (humble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eleanor's sharp rebuke put Daniel in his place.

εφαρμόζω

verbal expression (carry [sth] out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new regulations have still to be put into practice. We have worked out the plan, and now it's time to put it into practice.

φέρνω κπ σε επαφή με κπ

verbal expression (informal (connect: with [sb] else)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You've never met Jeff before, but I can put you in touch.

φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον

verbal expression (informal (connect with [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You've reached the wrong department, but I can put you in touch with someone who can help you.
Έχετε απευθυνθεί σε λάθος τμήμα. Θα σας φέρω, όμως, σε επαφή με κάποιον που θα σας βοηθήσει.

κλοτσώ τη μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου

verbal expression (rugby ball: kick out of bounds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She kicked the ball and put it in touch.
Κλότσησε τη μπάλα θέτοντάς την εκτός αγωνιστικού χώρου.

γράφω

transitive verb (make official or binding)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contracts for the sale of land must be put in writing to be valid.

εφαρμόζω

verbal expression (implement: plan)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω σε δράση

verbal expression (use: team, staff, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω κπ σε ίδρυμα

verbal expression (UK, often passive (child: give government custody)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When James's parents died, there was no one to look after him and he was put into care. The couple were found to be unfit parents and their kids were put into care.

θέτω σε ισχύ

verbal expression (law, rule: enforce)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The government should move immediately to put the law into effect.

καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώ

transitive verb (establish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω στη θέση του

verbal expression (position correctly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω, μιλάω

verbal expression (express in language)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I cannot put into words the debt I owe my parents for all their support.

πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα

verbal expression (UK, slang (have sex with many people) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hear Tracy's been putting it about with the entire football team!

τα κοπανάω

verbal expression (slang (drink a lot of alcohol) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aunt Gladys was really putting it away at the wedding reception yesterday!

προσποιούμαι

verbal expression (informal (show pretend behavior)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The footballer fell to the ground clutching his leg, but the referee could see he was putting it on; he wasn't really injured.

καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό

verbal expression (deposit a sum: in a bank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Make sure you put money in before the end of the month.

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

verbal expression (make a financial contribution) (χρηματικό ποσό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I put some money in my friend's new business, but I've yet to see any return on my investment.

κάτι που με χαλάει

noun (unattractive thing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom's a nice guy, but his habit of putting himself down all the time is a real put-off.
Ο Τομ είναι καλό παιδί, αλλά η συνήθειά του να επικρίνει συνεχώς τον εαυτό του με χαλάει.

υπεκφυγή

noun (evasive statement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boss's response to the question of whether there would be redundancies was clearly a put-off.
Η απάντηση του διευθυντή στο ερώτημα κατά πόσο θα υπάρξουν απολύσεις ήταν, σαφώς, υπεκφυγή.

αποσυντονίζω

verbal expression (figurative (interrupt rhythm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Forgetting her words put the actor off her stride and she never quite recovered before the end of the play.

αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω

transitive verb (figurative (mislead or distract) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid a false clue to put the detective off the scent.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του put στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του put

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.