Τι σημαίνει το haul στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης haul στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του haul στο Αγγλικά.

Η λέξη haul στο Αγγλικά σημαίνει σέρνω, μεταφέρω, ψαριά, φορτίο, απόσταση, συγκομιδή, ταξίδι, σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ, συλλαμβάνω, κουβαλάω, απομακρύνω, απομακρύνω, κερδίζω, φέρνω κπ για ανάκριση, φεύγω, καλώ κπ να λογοδοτήσει, κάνω κήρυγμα σε κπ, μπάζα, βιάζομαι, τραβάω κπ/κτ προς το μέρος μου, μετακινώ, μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι, μεγάλων αποστάσεων, καιρός, σύντομο ταξίδι, κοντινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης haul

σέρνω

transitive verb (pull)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul hauled a deer that he shot to his truck.
Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του.

μεταφέρω

transitive verb (transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh bought a truck so that he could make a living hauling goods.

ψαριά

noun (catch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fisherman brought in a huge haul last night.
Ο ψαράς έβγαλε μια τεράστια ψαριά χτες βράδυ.

φορτίο

noun (quantity transported)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The truck brought a big haul of lumber to the city.
Το φορτηγό έφερε στην πόλη ένα μεγάλο φορτίο ξυλείας.

απόσταση

noun (long journey)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Driving from New York to Iowa was quite a haul.

συγκομιδή

noun ([sth] acquired) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The burglar was pleased with his haul of jewelry. Audrey had spent the day shopping for clothes in the sales and was delighted with her haul.

ταξίδι

noun (distance of transport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The truck driver was glad to get to the end of her day's haul.

σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ

transitive verb (bring somebody) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George liked to go hiking and always hauled his younger brother along.

συλλαμβάνω

transitive verb (arrest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police hauled in the suspect this morning.

κουβαλάω

phrasal verb, transitive, separable (carry: [sth] heavy or cumbersome)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will leave our luggage at the hotel, as we don't want to have to haul it around with us all day.

απομακρύνω

phrasal verb, transitive, separable (transport away, esp. by truck)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομακρύνω

phrasal verb, transitive, separable (carry, pull away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (obtain a large quantity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω κπ για ανάκριση

phrasal verb, transitive, separable (figurative (bring in to question)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω

phrasal verb, intransitive (US, informal (leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The thieves hauled off in a hurry when the owner came back unexpectedly.

καλώ κπ να λογοδοτήσει

phrasal verb, transitive, separable (call [sb] to account)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κήρυγμα σε κπ

verbal expression (figurative, informal, often passive (reprimand [sb]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

μπάζα

noun (large capture of illegal drugs) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Two tons of cocaine and a ton of marijuana were seized in one of the country's biggest drugs hauls.

βιάζομαι

verbal expression (US, vulgar, slang (hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραβάω κπ/κτ προς το μέρος μου

(drag [sth] towards you)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετακινώ

(carry [sth] away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hired someone to haul off my old sofa when I bought a new one.

μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι

noun (journey: long-distance)

The trip from France to Australia is a long haul.

μεγάλων αποστάσεων

adjective (over long distance)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Long-haul trucks regularly carry goods across the country.

καιρός

noun (figurative, informal (full duration) (στην έκφραση «για καιρό»)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The football club's new owners say they're in for the long haul.

σύντομο ταξίδι

noun (journey: short distance)

κοντινός

noun as adjective (over short distance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του haul στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του haul

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.