Τι σημαίνει το harm στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης harm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του harm στο Αγγλικά.

Η λέξη harm στο Αγγλικά σημαίνει χτυπάω, χτυπώ, βλάπτω, υπονομεύω, τραυματισμός, βλάβη, βλάβη, ζημιά, ζημιά, απλή σωματική βλάβη, βλάπτω, κάνω μεγάλη ζημιά, κάνω μεγάλη ζημιά, βλάπτω, προκαλώ βλάβη, δεν πειράζω κανένα, δεν πειράζω κανένα, Βαριά Σωματική Βλάβη, βαριά σωματική βλάβη, σε κίνδυνο, προστατεύω, δεν το ήθελα, εκτός κινδύνου, σωματικές βλάβες, σωματική βλάβη, αυτοτραυματισμός, αυτοτραυματίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης harm

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (physical hurt) (τραυματίζομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't harm yourself on this hiking trip.
Μην χτυπήσεις στην πεζοπορία.

βλάπτω

transitive verb (damage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fire in the garage didn't harm the house.
Η φωτιά μέσα στο γκαράζ δεν έβλαψε το σπίτι.

υπονομεύω

transitive verb (figurative (damage conceptually) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He harmed his own argument by admitting that he often did the opposite.
Έκανε κακό στη θέση του όταν παραδέχτηκε ότι συχνά κάνει το αντίθετο.

τραυματισμός

noun (injury)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Luckily nobody came to any harm in the accident.
Ευτυχώς κανείς δεν υπέστη σωματική βλάβη στο ατύχημα.

βλάβη

noun (emotional hurt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sue admitted that she had suffered harm as a result of her husband's unfaithfulness.

βλάβη, ζημιά

noun (damage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The harm done to the environment by strip mining was very serious.
Το κακό που κάνει στο περιβάλλον η εξόρυξη είναι πολύ μεγάλο.

ζημιά

noun (figurative (conceptual damage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This harm to the theory could have been avoided, if the researchers had gathered more empirical evidence.

απλή σωματική βλάβη

noun (UK (law: physical injury) (νομική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλάπτω

(do damage or hurt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μεγάλη ζημιά

verbal expression (hurt [sb] greatly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smoking can do great harm to your body.

κάνω μεγάλη ζημιά

verbal expression (cause serious trouble or damage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hurricane did great harm to the coastline.

βλάπτω

(hurt [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chemotherapy sometimes can do more harm than good.

προκαλώ βλάβη

(cause trouble or damage)

The surgeon was going to try to remove the tumor without doing more harm.

δεν πειράζω κανένα

verbal expression (avoid hurting anyone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
'Above all, do no harm' is part of the doctor's oath.

δεν πειράζω κανένα

verbal expression (avoid causing trouble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It will do no harm to let her have a glass of wine.

Βαριά Σωματική Βλάβη

noun (UK, initialism (grievous bodily harm)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαριά σωματική βλάβη

noun (UK (law: serious injury)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σε κίνδυνο

expression (in danger)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προστατεύω

verbal expression (protect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor was ready to risk his life to keep his daughter from harm.

δεν το ήθελα

verbal expression (not intend to cause hurt) (για κάτι αρνητικό που προκάλεσα)

I'm sorry you were upset by my suggestion. I meant no harm.

εκτός κινδύνου

expression (away from danger)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σωματικές βλάβες

noun (injury to an individual)

σωματική βλάβη

noun (injury)

αυτοτραυματισμός

noun (injury inflicted deliberately on yourself)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτοτραυματίζομαι

intransitive verb (inflict deliberate injury on yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She is a counsellor working with young people who self-harm.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του harm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του harm

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.