Τι σημαίνει το hazard στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hazard στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hazard στο Αγγλικά.

Η λέξη hazard στο Αγγλικά σημαίνει κίνδυνος, ρίσκο, επιχειρώ, αποτολμώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αψηφώ, κίνδυνος πυρκαγιάς, αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασία, ανάλυση κινδύνου, αλάρμ, επίδομα επικίνδυνης εργασίας, λόγος κινδύνου, κίνδυνος για την υγεία, ηθικός κίνδυνος, φυσικός κίνδυνος, επαγγελματικός κίνδυνος, κίνδυνος που κρύβεται σε κτ, κίνδυνος που ενέχει κτ, κίνδυνος για την ασφάλεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hazard

κίνδυνος

noun ([sth] risky, dangerous)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ice is a major road hazard this time of year.
Ο πάγος είναι μεγάλος κίνδυνος στους δρόμους αυτή την εποχή.

ρίσκο

noun (uncountable (risk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is always a bit of hazard when you're trying to start a business.
Πάντα υπάρχει λίγο ρίσκο όταν προσπαθείς να στήσεις μια επιχείρηση.

επιχειρώ, αποτολμώ

transitive verb (attempt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter told the old man, "If I had to hazard a guess, I'd say that you're not a day over 65."
Ο Πέτρος είπε στο ηλικιωμένο άντρα: Αν έπρεπε να ρισκάρω μια πρόβλεψη, θα έλεγα ότι δεν είστε ούτε μια ημέρα πάνω από 65 χρονών.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (golf)

This hole has a sand trap hazard.

αψηφώ

transitive verb (brave, deal with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry hazarded the bad weather and pushed for the top of the mountain anyway.
Ο Χάρι αψήφισε την κακοκαιρία και έβαλε μπρος για την κορυφή του βουνού ούτως ή άλλως.

κίνδυνος πυρκαγιάς

noun (potential cause of fire)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Candles are a fire hazard.

αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασία

verbal expression (guess) (λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If all else fails, then you'll just have to hazard a guess.

ανάλυση κινδύνου

noun (risk assessment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλάρμ

plural noun (vehicle's flashing indicator lights)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When you are pulled over fixing a flat tire, use your hazard lights so their blinking will alert other drivers that you are stopped.

επίδομα επικίνδυνης εργασίας

noun (for dangerous job)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λόγος κινδύνου

noun (probability)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κίνδυνος για την υγεία

noun ([sth] dangerous to health)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Mosquitoes are a health hazard because they spread disease.

ηθικός κίνδυνος

(insurance)

φυσικός κίνδυνος

noun (potential geological disaster)

επαγγελματικός κίνδυνος

noun (risk of a particular job)

Hemorrhoids are an occupational hazard for cowboys and writers alike. Rocks falling from the ceiling are an occupational hazard of underground mining.

κίνδυνος που κρύβεται σε κτ, κίνδυνος που ενέχει κτ

noun (figurative, informal (inherent or accepted risk of doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Occasional pulled muscles are an occupational hazard for keen runners.
Κανένα τράβηγμα που και που είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρουν οι λάτρης του τρεξίματος.

κίνδυνος για την ασφάλεια

noun (danger: [sth] that could cause injury)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Frayed electrical wiring is a definite safety hazard.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hazard στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hazard

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.