Τι σημαίνει το health στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης health στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του health στο Αγγλικά.

Η λέξη health στο Αγγλικά σημαίνει υγεία, υγεία, κατάσταση, κατάσταση, σχολικό μάθημα που ασχολείται με θέματα υγείας, κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας, υγειονομικό πιστοποιητικό πλοίου, πιστοποιητικό υγείας, υπουργείο υγείας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, -, -, στοματική υγιεινή, Υπουργείο Υγείας, Υπουργείο Υγείας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ψυχική υγεία, χαίρω άκρας υγείας, χειροτέρευση της υγείας, για την υγεία σου, για την φυσική σου κατάσταση, λάμπω από κτ, καλή φυσική κατάσταση, επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, υγεία και ασφάλεια, οφέλη για την υγεία, παροχές υγείας, κέντρο υγείας, αγωγή υγείας, ιατρείο, αθλητικό κέντρο, εκπαίδευση για την υγεία, γενικές ιατρικές εξετάσεις, υγιεινά τρόφιμα, κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής, κίνδυνος για την υγεία, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, υγειονομικός υπάλληλος, πολιτική υγείας, πρόβλημα υγείας, επαγγελματίας υγείας, υγειονομικές απαιτήσεις, κέντρο θεραπευτικής αναψυχής, σύστημα υγείας, σπα, επισκέπτης υγείας, επισκέπτρια υγείας, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ιατροφαρμακευτικός, φαρμακευτική εταιρεία, εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης, πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης, ιατρική μονάδα, νοσοκομειακό περιβάλλον, φροντιστής κατ' οίκον, φροντίστρια κατ' οίκον, ασθένεια, που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάσταση, υγιέστατος, με υγεία, στα εύκολα και στα δύσκολα, πνευματική υγεία, Εθνικό Σύστημα Υγείας, Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, στοματική υγιεινή, κακή υγεία, δημόσια υγεία, συμβουλές δημόσιας υγείας, υγειονομική κρίση, σύστημα δημόσιας υγείας, δίαιτα, αναπαραγωγική υγεία, καλή φυσική κατάσταση, κίνδυνος για την υγεία σου, Στην υγειά σου!, Π.Ο.Υ., Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης health

υγεία

noun (state of body, mind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor said that he is in good health.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι άλλο θες άμα είσαι καλά και έχεις την υγειά σου;

υγεία

noun (soundness of body, mind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Despite his age, he still has health of mind and body.
Παρά την ηλικία του, έχει σωματική και πνευματική υγεία.

κατάσταση

noun (figurative (state, condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My washing machine is still in good health after fifteen years!
Το πλυντήριό μου είναι ακόμα σε καλή κατάσταση μετά από δεκαπέντε χρόνια!

κατάσταση

noun (figurative (of company, nation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The health of the company could not be better.
Η κατάσταση της εταιρείας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη.

σχολικό μάθημα που ασχολείται με θέματα υγείας

noun (school subject)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tim did health as a school subject three years ago.

κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας

noun (illness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Edward put his mother's bad health down to years of smoking.

υγειονομικό πιστοποιητικό πλοίου

noun (certificate on ship)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πιστοποιητικό υγείας

noun (proving fitness or qualification)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπουργείο υγείας

noun (US, Can (government health department)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The local board of health can't even give the flu vaccines away!

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (success of trademark)

-

noun (medicine: [sb] is healthy) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The doctor has given me a clean bill of health.
Ο γιατρός δήλωσε ότι είμαι υγιής.

-

noun (figurative (confirmation: [sth] is ok) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It's good to see the building project has a clean bill of health.
Είναι ευχάριστο που μάθαμε ότι το κατασκευαστικό έργο είναι σε καλή κατάσταση.

στοματική υγιεινή

noun (care, condition of teeth)

Daily flossing promotes good dental health.

Υπουργείο Υγείας

noun (government ministry)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The Department of Health recommends we get innoculated against the H1N1 virus.

Υπουργείο Υγείας

noun (HHS: US government agency)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (ailment affecting quality of life)

Peter is unable to play hockey due to his disabling health condition.

ψυχική υγεία

noun (psychological well-being)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meditation is a good tool to maintain sound emotional health.

χαίρω άκρας υγείας

verbal expression (be physically healthy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροτέρευση της υγείας

noun (physical deterioration)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Joan's failing health worried her children.

για την υγεία σου, για την φυσική σου κατάσταση

adverb (to make you healthier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You should start exercising more for your health.

λάμπω από κτ

(figurative (radiate: pride, health)

Alisha glowed with pride as the gold medal was presented to her daughter.

καλή φυσική κατάσταση

noun (healthiness, fitness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am lucky to enjoy good health.

επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος

adjective (dangerous, risky)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Swimming after eating can be hazardous to the health.

υγεία και ασφάλεια

noun (regulations that protect people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Catering staff must be trained in health and safety.

οφέλη για την υγεία

plural noun (positive effects on health)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The health benefits of exercise are beyond dispute.

παροχές υγείας

plural noun (health-related government allowances)

κέντρο υγείας

noun (medical clinic)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγωγή υγείας

noun (US (education: sex, drugs, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιατρείο

noun (drop-in medical care facility)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αθλητικό κέντρο

noun (fitness spa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Join a health club and get into shape.

εκπαίδευση για την υγεία

noun (teaching people to improve health)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Health education teaches people how to live a healthy lifestyle.

γενικές ιατρικές εξετάσεις

noun (physical check-up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father looked pale and tired so I made him a doctor's appointment for a health examination.

υγιεινά τρόφιμα

noun (highly nutritious food)

Health food is a commercialized term for healthful food. My mother avoids salty snacks; she only eats health food.

κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής

noun (shop selling organic and whole foods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can buy tofu in the health food store.

κίνδυνος για την υγεία

noun ([sth] dangerous to health)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Mosquitoes are a health hazard because they spread disease.

ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας

noun (private medical policy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υγειονομικός υπάλληλος

noun (sanitation official)

πολιτική υγείας

noun (health care regulations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bradbury wants the government to change its health policy by loosening controls on alternative medicine.

πρόβλημα υγείας

noun (ailment or disorder)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I have stopped hiking because I have a number of age-related health problems.

επαγγελματίας υγείας

noun (trained medical worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
I can't help you- you should see a health professional.

υγειονομικές απαιτήσεις

plural noun (necessary degree of fitness)

Some jobs, such as firefighters, have health requirements.

κέντρο θεραπευτικής αναψυχής

noun (spa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα υγείας

noun (system of medical care)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some Americans are against the idea of having a health service like the British NHS.

σπα

noun (type of hotel)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
For a birthday treat I went to a health spa.

επισκέπτης υγείας, επισκέπτρια υγείας

noun (UK (care worker who makes home visits)

ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

noun (medical services)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Healthcare on the island is provided by a free clinic.
Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο νησί παρέχεται από μια δωρεάν κλινική.

ιατροφαρμακευτικός

noun as adjective (medical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Healthcare costs have skyrocketed in the last twenty years.
Το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχει εκτοξευτεί την τελευταία εικοσαετία.

φαρμακευτική εταιρεία

noun (UK (makes pharmaceuticals)

εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης

noun (US (provides medical insurance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης

noun (medical worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
You probably can get your flu shots from your healthcare provider.

ιατρική μονάδα

noun (medical facility)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νοσοκομειακό περιβάλλον

noun (hospital environment)

φροντιστής κατ' οίκον, φροντίστρια κατ' οίκον

noun (carer, caretaker: helps [sb] in their home)

ασθένεια

noun (poor physical condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Taking care of yourself when you are young will help avoid ill health later in life.

που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάσταση

adjective (in bad physical condition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υγιέστατος

adjective (in good physical condition)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Although he is getting on in years, he is in good health.

με υγεία

adverb (when healthy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In sickness or in health, I'll always be there for you.

στα εύκολα και στα δύσκολα

adverb (no matter what happens)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tony has always taken seriously his vows to love his wife in sickness and in health.

πνευματική υγεία

noun (psychological wellness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mental health is just as important as physical health to a person's wellbeing.

Εθνικό Σύστημα Υγείας

noun (UK (British National Health Service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας

noun (US, initialism (National Institutes of Health)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στοματική υγιεινή

noun (care and hygiene of the mouth) (διαδικασίες)

Oral health was important in our family.

κακή υγεία

noun (illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has been in poor health ever since she caught bird 'flu last year.

δημόσια υγεία

noun (social schemes to benefit health)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The legislature debated the public health plan proposal last week.

συμβουλές δημόσιας υγείας

plural noun (statements providing medical information)

υγειονομική κρίση

noun ([sth] that risks the health of many people)

σύστημα δημόσιας υγείας

noun (medical services available to all)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Budget cuts severly impacted the public health system last year.

δίαιτα

noun (diet, fitness plan) (φαγητό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm trying a new regime to lose weight.
Δοκιμάζω μια νέα δίαιτα για να χάσω βάρος.

αναπαραγωγική υγεία

noun (condition of the sexual organs)

καλή φυσική κατάσταση

noun (good physical condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Even at age eighty, she walked a mile every day and was in robust health.

κίνδυνος για την υγεία σου

noun ([sth] dangerous, unsanitary)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Everyone knows that smoking is a threat to your health.

Στην υγειά σου!

interjection (toast: cheers) (σε έναν)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He raised his glass of wine and said, "To your health".

Π.Ο.Υ.

noun (initialism (World Health Organization) (αρκτικόλεξο)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The WHO recommends that you eat vegetables.
Ο Π.Ο.Υ. συνιστά να τρώμε λαχανικά.

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας

noun (UN agency)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του health στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του health

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.