Τι σημαίνει το highly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης highly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του highly στο Αγγλικά.

Η λέξη highly στο Αγγλικά σημαίνει άκρως, εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλά, ψηλά, καλά, ικανότατος, υψηλής ενέργειας, συναισθηματικά φορτισμένος, ενθουσιώδης, φορτισμένος, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης, έντονα συναισθηματικός, έντονα συναισθηματικός, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, άψογα καταρτισμένος, δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια, που έχει ισχυρό κίνητρο, γυαλισμένος, υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας, συνιστάται ανεπιφύλακτα, διαπρεπής, που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από κπ, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, απόλυτα ικανοποιημένος, νευρικός, πολυδιαφημισμένος, εμφανής, μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ, μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ, εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης highly

άκρως, εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα

adverb (very, extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The images in this news report may be highly distressing.
Οι εικόνες σε αυτό το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ ενδέχεται να είναι άκρως ενοχλητικές.

εξαιρετικά

adverb (very well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The young CEO is new, but already highly respected.
Ο νεαρός CEO είναι καινούργιος, αλλά ήδη τον σέβονται πολύ.

υψηλά, ψηλά

adverb (in hierarchy) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dan is highly situated in the local government, and has a lot of influence.
Ο Νταν έχει υψηλά ιστάμενος στην τοπική κυβέρνηση και έχει μεγάλη επιρροή.

καλά

adverb (generously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The new programmer is very highly paid.
Ο νέος προγραμματιστής πληρώνεται πολύ καλά.

ικανότατος

adjective (extremely competent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Although a highly capable politician, on this occasion he completely misjudged the mood of the electorate.

υψηλής ενέργειας

adjective (electrical)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Cosmic rays are highly charged particles that move rapidly through space.

συναισθηματικά φορτισμένος

adjective (figurative (full of emotion)

The meeting took place in a highly charged atmosphere.

ενθουσιώδης

adjective (figurative (positive: filled with excitement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φορτισμένος

adjective (figurative (negative: filled with tension) (συναισθηματικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με υψηλό επίπεδο μόρφωσης

adjective (academic, erudite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έντονα συναισθηματικός

adjective ([sb]: quick to respond emotionally)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονα συναισθηματικός

adjective (involving intense feeling)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He become highly emotional when he spoke about his struggle.

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

adjective (well respected, held in high regard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a man highly esteemed in the law firm.

άψογα καταρτισμένος

adjective (expert, informed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The professor was highly knowledgeable in his particular field, but little else.

δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια

expression (informed about a subject) (με γενική: ενός θέματος)

που έχει ισχυρό κίνητρο

adjective (enthusiastic, driven)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυαλισμένος

adjective (surface: buffed to a shine)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας

adjective (figurative (performance, work: accomplished)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

συνιστάται ανεπιφύλακτα

adjective (suggested enthusiastically)

This movie is highly recommended by the New Zealand Film Society.

διαπρεπής

adjective (well respected, esteemed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lecture was given by a highly regarded cardiac surgeon.

που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από κπ

expression (well respected by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The professor's biography of George Washington was highly regarded by his fellow historians.

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

adjective (greatly esteemed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He had an apparently highly respectable medical practice, but he was nonetheless a fraud, without a single medical qualification.

απόλυτα ικανοποιημένος

adjective (extremely content)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The committee is highly satisfied with your report and you will be generously rewarded.

νευρικός

adjective (figurative (person: tense, sensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They balance each other: he's laid back, she's highly strung.

πολυδιαφημισμένος

adjective (strongly recommended or commended) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mexican side Tigres have acquired the highly-touted FC Dallas goalkeeper Richard Sanchez.

εμφανής

adjective (prominent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ

verbal expression (say good things about)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You come well recommended; Mr. Jones speaks highly of you.

μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ

verbal expression (say good things about [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My son's teacher speaks very highly of him; she says he's a great student.
Η δασκάλα του γιου μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Λέει ότι είναι εξαίρετος μαθητής.

εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση

verbal expression (hold in high regard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss seems to think highly of you.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του highly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του highly

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.