Τι σημαίνει το high στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης high στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του high στο Αγγλικά.

Η λέξη high στο Αγγλικά σημαίνει έχω ύψος, ψηλός, δυνατός, δυνατό, φτιαγμένος, μαστουρωμένος, έχω φτιαχτεί με, έχω μαστουρώσει, υψηλός, υψηλός, ακριβός, υψηλός, υψηλόβαθμος, ισχυρός, δυνατός, υψηλός, ψηλός, υψηλός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ύπατος, έσχατος, μεγάλος, φτιαγμένος, μακρινός, ακραίος, υψηλός, υψηλός, υψηλός, που έχει μαγαλύτερη αξία, υψηλός, ψηλά, ψηλά, με υψηλή τιμή, ψηλά, στοχεύω ψηλά, στοχεύω ψηλά, μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, από ψηλά, φτιάχνομαι, μαστουρώνω, μαστουρώνω με κτ, φτιάχνομαι με κτ, ξεκαβαλικεύω, κοιτάζω αφ' υψηλού, έχω γνωριμίες, έχω γνωριμίες με υψηλά ιστάμενους, έχω τα μέσα, τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας, υψηλή συχνότητα, υψηλής συχνότητας, ψηλά, πάνω από, επιτυχημένος, ξεκρέμαστος, παντού, πάνω κάτω, που έχει καβαλήσει το καλάμι, μεγάλη σκάλα, ψηλή σκάλα, στη μεγάλη σκάλα, την ψηλή σκάλα, προβολείς αυτοκινήτου, ευγενής καταγωγή, υπέρταση, καρεκλάκι μωρού, αριστοκρατικός, ηθογραφική κωμωδία, ύπατος αρμοστής, ακριβός, Πρωτοδικείο, Ανώτατο Δικαστήριο, Ανώτατο Δικαστήριο, Πλημμελειοδικείο, Άρειος Πάγος, υψηλή τέχνη, ακριβός, υψηλές προσδοκίες, μεγάλες προσδοκίες, ισχυρό εκρηκτικό, υψηλή ραπτική, υψηλός πυρετός, ψηλός πυρετός, υψηλή πιστότητα, υψηλής πιστότητας, κόλλα το, υψηλή συχνότητα, εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μου, γυαλιστερός, ψηλοτάκουνα παπούτσια, ψηλά τακούνια, μεγάλες προσδοκίες, υψηλές προσδοκίες, θρόνος, υψηλά ιδανικά, υψηλό εισόδημα, με υψηλό εισόδημα, ξεφάντωμα, άλμα εις ύψος, άλτης εις ύψος, απαλά χρώματα, ανοιχτά χρώματα, απαλών χρωμάτων, ανοιχτών χρωμάτων, πολυτελής ζωή, μεγάλη περιουσία, που έχει μεγάλη περιουσία, μεσημέρι, ψηλή νότα, υψηλή νότα, ζενίθ, είμαι ανεβασμένος, υψηλά αμειβόμενος, επιτυχημένος, παραγωγικός, υψηλός τόνος, μεγάλη ένταση, υψίσυχνος, χώροι λατρείας, αποκορύφωμα, πιεστική κατάσταση, υψηλή πίεση, αγχωτικός, πιεστικός, υψηλό κόστος, υψηλό κόστος, υψηλή τιμή, αρχιερέας, ηγετική φιγούρα, ηθικές αρχές, επώνυμος, δημοφιλής, γνωστός, διάσημος, υψηλή ποιότητα, εξαιρετική ποιότητα, άριστη ποιότητα, υψηλής ποιότητας, εξαιρετικής ποιότητας, άριστης ποιότητας, υψηλός βαθμός, υψηλή κατάταξη, υψηλή εκτίμηση, ιδιαίτερη εκτίμηση, υψηλή αναγέννηση, υψηλή ανάλυση, υψηλή ευκρίνεια, υψηλής ανάλυσης, υψηλής ευκρίνειας, ηθικολογία, μεγάλος τζογαδόρος, λύκειο, του λυκείου, απόφοιτος λυκείου, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, έφηβος, έφηβη, υψηλή βαθμολογία, ανοιχτή θάλασσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης high

έχω ύψος

adjective (in height)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
That wall is eight feet high.
Αυτός ο τοίχος έχει ύψος οκτώ πόδια.

ψηλός

adjective (tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is a high wall.
Είναι ένας υψηλός τοίχος.

δυνατός

adjective (volume: loud)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The music is too high. Turn it down!
Η μουσική είναι πολύ ψηλά. Χαμήλωσέ την!

δυνατό

noun (setting: maximum)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Put the heat on high so we can warm up faster.
Βάλε τη θέρμανση στο high για να ζεσταθούμε πιο γρήγορα.

φτιαγμένος, μαστουρωμένος

adjective (figurative, informal (intoxicated by drugs) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Joe's behaviour is so weird; I think he might be high.
Η συμπεριφορά του Τζο είναι πολύ παράξενη. Νομίζω ότι μπορεί να είναι μαστουρωμένος.

έχω φτιαχτεί με, έχω μαστουρώσει

(figurative, informal (intoxicated by a drug)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Danny was high on marijuana at the time and didn't notice anything.
Ο Ντάνι ήταν φτιαγμένος με μαριχουάνα τότε και δεν κατάλαβε τίποτα.

υψηλός

adjective (quality: good)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
CDs have very high quality recordings.

υψηλός

adjective (quantity: lots) (πιο επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The number of rats in this city is very high.

ακριβός

adjective (price: expensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The price is too high, don't you think?

υψηλός

adjective (lofty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has high goals for his dictionary project.

υψηλόβαθμος

adjective (important)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
People usually did what the high official wanted.

ισχυρός, δυνατός

adjective (wind: strong)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The high winds blew over the tent.

υψηλός

adjective (fever: elevated) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her fever was high - over a hundred and three degrees Fahrenheit.

ψηλός

adjective (sports: over)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The kick was high and went over the goal.

υψηλός

adjective (advanced) (επίπεδο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He communicated easily because of his high level of Spanish.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (music: above desired pitch)

That piano is high; you should have it tuned.

ύπατος

adjective (principal) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was the High Commissioner of Jamaica.

έσχατος

adjective (grave, serious) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The traitor was convicted of high treason.

μεγάλος

adjective (extravagant) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After winning the lottery, they lived the high life till they ran out of money.

φτιαγμένος

adjective (UK, informal (intoxicated) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This music makes me feel really high.

μακρινός

adjective (remote)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I often used to walk on the high plains.

ακραίος

adjective (of extreme opinions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We suspect the vicar of having high church leanings.

υψηλός

adjective (automotive: performance) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a really high performance car.

υψηλός

adjective (gear ratio)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many sports cars are geared high to make them faster.

υψηλός

adjective (baseball: pitch above the chest) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The high pitch was above the strike zone.

που έχει μαγαλύτερη αξία

adjective (cards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When we play, ace is high.

υψηλός

adjective (level: elevated) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kevin's chess-playing skills reached a high level.

ψηλά

adverb (at a high level)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They hiked high in the mountains.

ψηλά

adverb (with a high rank)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He rose high in the ranks of the army.

με υψηλή τιμή

adverb (at a high price) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Unfortunately, she bought high, and then the stock went down.

ψηλά

adverb (to a high degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Her fever ran high for three days before she recovered.

στοχεύω ψηλά

(try to hit a high target)

You have to aim high when you shoot baskets.

στοχεύω ψηλά

(figurative (aspire to do well) (μεταφορικά)

Jerry needs to aim high if he wants to get grades that are good enough to do Medicine at university.

μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας

noun (greatest work achievement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

adverb (whatever the difficulties)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come hell or high water, I am going to finish this marathon.

από ψηλά

expression (literary (from the sky, from a high position)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A great rumbling came from on high, and the sea began to part.

φτιάχνομαι, μαστουρώνω

(figurative, slang (take drugs) (ναρκωτικά, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can get high by sniffing glue, but it's quite likely to kill you.

μαστουρώνω με κτ, φτιάχνομαι με κτ

verbal expression (figurative, slang (take drugs) (αργκό)

Aaron got high on crack cocaine.

ξεκαβαλικεύω

verbal expression (figurative, informal (stop acting morally superior) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω αφ' υψηλού

verbal expression (figurative, informal (act morally superior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you think I'm wrong but there's no need to get on your high horse about it.

έχω γνωριμίες, έχω γνωριμίες με υψηλά ιστάμενους, έχω τα μέσα

verbal expression (figurative (have influential contacts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She got the job because she has friends in high places.

τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας

noun (initialism (high-definition television)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υψηλή συχνότητα

noun (initialism (high frequency)

υψηλής συχνότητας

noun as adjective (initialism (high frequency)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηλά

adverb (way up in the air)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've never actually seen the Grand Canyon up close, I've only seen it from high above in an airplane.

πάνω από

preposition (much higher than) (σε μεγάλο ύψος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτυχημένος

noun (successful person)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξεκρέμαστος

adjective (figurative (person: abandoned) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
When he left her, she found herself high and dry with no income and nowhere to live.

παντού, πάνω κάτω

adverb (all over the place, everywhere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I searched high and low for my glasses but couldn't find them.

που έχει καβαλήσει το καλάμι

adjective (self-important, arrogant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's been acting high and mighty since his promotion.

μεγάλη σκάλα, ψηλή σκάλα

noun (headlights: bright setting) (για τα φώτα αυτοκινήτου)

στη μεγάλη σκάλα, την ψηλή σκάλα

noun as adjective (headlights: on bright setting) (για τα φώτα αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προβολείς αυτοκινήτου

plural noun (vehicle's strongest headlights)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Make sure not to use your high beams when driving through fog.

ευγενής καταγωγή

noun (nobility, noble lineage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Until quite recently a high birth would bestow one with many elite privileges, though not always great wealth.

υπέρταση

noun (medicine: hypertension) (παθολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Exercise and diet are the best way to control high blood pressure.

καρεκλάκι μωρού

noun (child's tall chair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The restaurant provided a highchair for my 3-year-old son.

αριστοκρατικός

adjective (refined, of top quality) (υπηρεσία, μέρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Be well-dressed when you go to that restaurant, it's a high-class place!

ηθογραφική κωμωδία

noun (sophisticated form of comedy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
High comedy avoids the burlesque, slapstick and representations of low-life's that are apparent in low comedy.

ύπατος αρμοστής

noun (ambassador, foreign representative)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need a letter from the High Commissioner in order to apply for residency.

ακριβός

noun as adjective (expensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Πρωτοδικείο

noun (UK (law: High Court of Justice) (στην Αγγλία, Ουαλία)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

Ανώτατο Δικαστήριο

noun (Aus (law: highest court of appeal) (στην Αυστραλία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ανώτατο Δικαστήριο

noun (NZ (law: lower than Court of Appeal) (στη Νέα Ζηλανδία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Πλημμελειοδικείο

noun (Scotland (law: High Court of Justiciary) (στη Σκωτία)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

Άρειος Πάγος

noun (often capitalized (law: country's highest court)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We disagree with the judge's verdict and will appeal to the High Court.

υψηλή τέχνη

noun (highbrow artforms)

One does not expect the masses to appreciate high culture.

ακριβός

noun (expensive range) (έμφαση στην τιμή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's a nice handbag, but it's on the high end.
Είναι ωραία τσάντα, αλλά ακριβή.

υψηλές προσδοκίες, μεγάλες προσδοκίες

plural noun (strong ambitions for [sth/sb])

Cameron's parents have high expectations for his future.

ισχυρό εκρηκτικό

noun (violently-reactive substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The car bomb contained 20kg of high explosive.

υψηλή ραπτική

noun (designer clothing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The designer is one of the biggest names in high fashion.

υψηλός πυρετός, ψηλός πυρετός

noun (extremely elevated temperature)

She had such a high fever that we took her to the emergency room.

υψηλή πιστότητα

noun (high-quality sound reproduction)

υψηλής πιστότητας

noun as adjective (sound reproduction: high quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Before stereo was invented, people were excited to have "high-fidelity" systems in their homes.

κόλλα το

noun (informal (hand-slapping gesture) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Great job on the playing field! Give me a high five!
Τα πήγες σπουδαία στο γήπεδο! Κόλλα το!

υψηλή συχνότητα

noun (radio waves: 3-30 MHz)

εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μου

expression (figurative (working quickly and hard)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυαλιστερός

noun (shiny paint)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'd like high gloss paint for the window trim in my living room.

ψηλοτάκουνα παπούτσια

plural noun (shoes with raised heels)

Wearing high heels can cause long-term foot problems.
Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια μπορούν να προκαλέσουν μακροχρόνια προβλήματα στα πόδια.

ψηλά τακούνια

plural noun (raised heels on shoes)

Shoes with high heels are fashionable but bad for your feet.
Τα παπούτσια με ψηλά τακούνια είναι της μόδας αλλά όχι και τόσο καλά για τα πόδια.

μεγάλες προσδοκίες, υψηλές προσδοκίες

plural noun (great expectations)

Melissa has high hopes concerning her new job and its opportunites for advancement.

θρόνος

expression (displaying haughty attitude) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I see Irene's on her high horse again.

υψηλά ιδανικά

plural noun (idealistic outlook)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had high ideals when I was a student but am more realistic now.

υψηλό εισόδημα

noun (large earnings)

You need a high income in order to live in central London.

με υψηλό εισόδημα

noun as adjective (with a higher than average income)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
High-income taxpayers no longer receive child benefit.

ξεφάντωμα

plural noun (playful activity, boisterousness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As soon as I leave the house my dogs begin their usual high jinks: barking, scratching, and chewing on the rug.

άλμα εις ύψος

noun (sport: jumping over a high bar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Britain won an Olympic gold medal in the high jump.

άλτης εις ύψος

noun (sportsperson who jumps over a high bar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would love to be a high-jumper but am not tall enough.

απαλά χρώματα, ανοιχτά χρώματα

noun (light tones)

απαλών χρωμάτων, ανοιχτών χρωμάτων

noun as adjective (light toned)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πολυτελής ζωή

noun (luxurious lifestyle)

μεγάλη περιουσία

noun (possession of valuable assets)

που έχει μεγάλη περιουσία

noun as adjective (company, individual: wealthy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεσημέρι

noun (midday) (κυριολεκτικά: ακριβώς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At high noon, the sun is directly overhead; you can't see your shadow at the Equator.

ψηλή νότα, υψηλή νότα

noun (high-pitched musical note)

He always hits the high notes.

ζενίθ

noun (figurative (successful or positive point in time)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είμαι ανεβασμένος

verbal expression (informal (be enthusiastic, optimistic about) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υψηλά αμειβόμενος

adjective (well remunerated)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
High-paying jobs are not common in the public sector.

επιτυχημένος

noun ([sb] or [sth] successful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραγωγικός

noun ([sb] or [sth] very productive.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υψηλός τόνος

noun (music: high-scale frequency) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A dog whistle sounds at such a high pitch, that humans can't hear it -- but dogs can.

μεγάλη ένταση

noun (figurative (great intensity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The excitement reached a high pitch when the home team scored a goal.

υψίσυχνος

adjective (sound: having a high frequency) (κατά λέξη, επιστημονικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He startled her, and she let out a high-pitched squeal.

χώροι λατρείας

plural noun (biblical: places of worship) (Βιβλικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People who didn't worship the Jewish God often worshipped their many deities at local high places.

αποκορύφωμα

noun (greatest moment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The high point of my holiday was the whale-watching trip.

πιεστική κατάσταση

noun (intense or stressful situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She has been working under high pressure to pass her exams.

υψηλή πίεση

noun (oppressive weather conditions) (μετεωρολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An area of high pressure is building over the Atlantic.

αγχωτικός, πιεστικός

noun as adjective (stressful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has a high-pressure job.

υψηλό κόστος

plural noun (great costs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
High prices are bad news for consumers.

υψηλό κόστος

noun (figurative (great cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We won the battle, but we paid such a high price in human lives, I wonder if it was worth it.

υψηλή τιμή

noun (figurative (great cost, expense)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His rise to fame came with a high price tag; his wife and children left him.

αρχιερέας

noun (literal (religion: head priest) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The high priest himself conducted the ritual sacrifice at the alter.

ηγετική φιγούρα

noun (figurative (leading figure) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sir Isaac Newton was once called the high priest of science.

ηθικές αρχές

plural noun (strong moral code, ethical ideas)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She would never lie or cheat because she has very high principles.

επώνυμος, δημοφιλής, γνωστός, διάσημος

noun (public prominence)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's able to maintain his high profile thanks to a lot of TV work.

υψηλή ποιότητα, εξαιρετική ποιότητα, άριστη ποιότητα

noun (excellence)

The company guarantees a high quality of service.

υψηλής ποιότητας, εξαιρετικής ποιότητας, άριστης ποιότητας

adjective (excellent)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Businesses must produce high-quality goods to be competitive in international markets.

υψηλός βαθμός

noun (military: high position) (στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υψηλή κατάταξη

noun (favourable rating)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υψηλή εκτίμηση, ιδιαίτερη εκτίμηση

noun (great esteem, respect)

υψηλή αναγέννηση

noun (16th-century Italian art movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψηλή ανάλυση, υψηλή ευκρίνεια

noun (images: sharp detail)

υψηλής ανάλυσης, υψηλής ευκρίνειας

noun as adjective (image: sharp, detailed)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ηθικολογία

noun (figurative (morally superior approach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλος τζογαδόρος

noun (US (gambler who bets high sums)

λύκειο

noun (secondary education institution) (3 τελευταία χρόνια Ββάθμιας εκπαίδευσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The high school has a new French teacher.
Το γυμνάσιο έχει καινούργιο καθηγητή γαλλικών.

του λυκείου

noun as adjective (of secondary school) (15-18 χρονών)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The local high school football team beat the visitors.
Η ποδοσφαιρική ομάδα του γυμνασίου της περιοχής νίκησε τη φιλοξενούμενη ομάδα.

απόφοιτος λυκείου

noun (US ([sb]: passed secondary-school)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Very few high school graduates are able to speak a foreign language.

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

noun (mainly US (student in high school) (12-15 χρονών)

έφηβος, έφηβη

noun (US (teenager)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υψηλή βαθμολογία

noun (test, game: good marks) (εξέταση)

You will need to gain a high score in every section of the test.

ανοιχτή θάλασσα

noun (often plural (open waters)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του high στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του high

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.