Τι σημαίνει το highest στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης highest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του highest στο Αγγλικά.
Η λέξη highest στο Αγγλικά σημαίνει ο ψηλότερος, ο μεγαλύτερος, ο ανώτατος, ο ανώτερος, έχω ύψος, ψηλός, δυνατός, δυνατό, φτιαγμένος, μαστουρωμένος, έχω φτιαχτεί με, έχω μαστουρώσει, υψηλός, υψηλός, ακριβός, υψηλός, υψηλόβαθμος, ισχυρός, δυνατός, υψηλός, ψηλός, υψηλός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ύπατος, έσχατος, μεγάλος, φτιαγμένος, μακρινός, ακραίος, υψηλός, υψηλός, υψηλός, που έχει μαγαλύτερη αξία, υψηλός, ψηλά, ψηλά, με υψηλή τιμή, ψηλά, πλειοδότης, υψηλότατος βαθμός, ύψιστη τιμή, υψηλότερη τιμή, ύψιστη προτεραιότητα, ύψιστη σημασία, καλύτερη ποιότητα, καλύτερης ποιότητας, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφές, υψίστης σημασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης highest
ο ψηλότεροςadjective (position: tallest, loftiest) The highest floors of the building are residential. Οι υψηλότεροι όροφοι του κτιρίου είναι για κατοικίες. |
ο μεγαλύτεροςadjective (number: of greatest value) (αριθμός) The team with the highest score wins the game. Η ομάδα με το μεγαλύτερο σκορ κερδίζει τον αγώνα. |
ο ανώτατος, ο ανώτεροςadjective (top: in a hierarchy) (σε ιεραρχία) The problem was ignored at the highest levels of management. Το πρόβλημα αγνοήθηκε στα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης. |
έχω ύψοςadjective (in height) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) That wall is eight feet high. Αυτός ο τοίχος έχει ύψος οκτώ πόδια. |
ψηλόςadjective (tall) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It is a high wall. Είναι ένας υψηλός τοίχος. |
δυνατόςadjective (volume: loud) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The music is too high. Turn it down! Η μουσική είναι πολύ ψηλά. Χαμήλωσέ την! |
δυνατόnoun (setting: maximum) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Put the heat on high so we can warm up faster. Βάλε τη θέρμανση στο high για να ζεσταθούμε πιο γρήγορα. |
φτιαγμένος, μαστουρωμένοςadjective (figurative, informal (intoxicated by drugs) (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Joe's behaviour is so weird; I think he might be high. Η συμπεριφορά του Τζο είναι πολύ παράξενη. Νομίζω ότι μπορεί να είναι μαστουρωμένος. |
έχω φτιαχτεί με, έχω μαστουρώσει(figurative, informal (intoxicated by a drug) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Danny was high on marijuana at the time and didn't notice anything. Ο Ντάνι ήταν φτιαγμένος με μαριχουάνα τότε και δεν κατάλαβε τίποτα. |
υψηλόςadjective (quality: good) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) CDs have very high quality recordings. |
υψηλόςadjective (quantity: lots) (πιο επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The number of rats in this city is very high. |
ακριβόςadjective (price: expensive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The price is too high, don't you think? |
υψηλόςadjective (lofty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He has high goals for his dictionary project. |
υψηλόβαθμοςadjective (important) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) People usually did what the high official wanted. |
ισχυρός, δυνατόςadjective (wind: strong) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The high winds blew over the tent. |
υψηλόςadjective (fever: elevated) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her fever was high - over a hundred and three degrees Fahrenheit. |
ψηλόςadjective (sports: over) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The kick was high and went over the goal. |
υψηλόςadjective (advanced) (επίπεδο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He communicated easily because of his high level of Spanish. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>adjective (music: above desired pitch) That piano is high; you should have it tuned. |
ύπατοςadjective (principal) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was the High Commissioner of Jamaica. |
έσχατοςadjective (grave, serious) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The traitor was convicted of high treason. |
μεγάλοςadjective (extravagant) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) After winning the lottery, they lived the high life till they ran out of money. |
φτιαγμένοςadjective (UK, informal (intoxicated) (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) This music makes me feel really high. |
μακρινόςadjective (remote) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I often used to walk on the high plains. |
ακραίοςadjective (of extreme opinions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We suspect the vicar of having high church leanings. |
υψηλόςadjective (automotive: performance) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is a really high performance car. |
υψηλόςadjective (gear ratio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many sports cars are geared high to make them faster. |
υψηλόςadjective (baseball: pitch above the chest) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The high pitch was above the strike zone. |
που έχει μαγαλύτερη αξίαadjective (cards) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When we play, ace is high. |
υψηλόςadjective (level: elevated) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kevin's chess-playing skills reached a high level. |
ψηλάadverb (at a high level) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They hiked high in the mountains. |
ψηλάadverb (with a high rank) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He rose high in the ranks of the army. |
με υψηλή τιμήadverb (at a high price) (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Unfortunately, she bought high, and then the stock went down. |
ψηλάadverb (to a high degree) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Her fever ran high for three days before she recovered. |
πλειοδότηςnoun (person offering the most money) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υψηλότατος βαθμόςnoun (greatest extent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ύψιστη τιμήnoun (most prestigious award) The highest honour for an actor would be to win an Academy Award. . |
υψηλότερη τιμήnoun (greatest cost) (για προϊόν) |
ύψιστη προτεραιότηταnoun (most urgent thing) |
ύψιστη σημασίαnoun (greatest level of importance) |
καλύτερη ποιότηταnoun (finest) For my best friend, I'd like a gift of the highest quality. |
καλύτερης ποιότηταςadjective (finest) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) That factory produces the highest-quality chocolate. |
που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογίαadjective (achieving best score) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφέςverbal expression (ensure finest quality) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The hospital aims to maintain the highest standards in health care. |
υψίστης σημασίαςadjective (essential, crucial) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Please interrupt Mr. Smith's meeting, I have something to tell him of the utmost importance. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του highest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του highest
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.